Lana Del Rey - Norman Fucking Rockwell

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Ένας εύστοχος χαρακτηρισμός για την αγαπημένη (του ελληνικού κοινού) Lana Del Rey είναι η συνέπεια, τόσο η χρονολογική όσο και η ποιοτική. Παραμένει πιστή στο ανά δύο (περίπου) χρόνια δισκογραφικό ραντεβού της με το κοινό, καταφέρνοντας κάθε φορά να κάνει ένα κάποιο statement, πάντα σύμφωνα με τους δικούς της όρους, χωρίς ωστόσο να αμελεί τις (κάπως ρητά διαμορφωμένες) απαιτήσεις των απανταχού fans.

Η εν λόγω αισθητική δήλωση που θέλει να κάνει εν έτει 2019 θα αποτελέσει την κατευθυντήριο γραμμή για την παρούσα δισκοκριτική. Ίσως μάλιστα να ξεκινά ήδη από τον τίτλο του δίσκου, με ένα μεγαλοπρεπές f-word να παρεμβάλλεται στο όνομα ενός κυρίου Norman Rockwell. Εδώ να σημειώσουμε ότι η συγκεκριμένη, από τη στιγμή που έκανε ντεμπούτο στο παγκόσμιο μουσικό σκαρί έχει καταφέρει να εμφυσήσει μια αλλιώτικη πνοή στην παγκοσμίως λατρεμένη αυτή λέξη, αξιοποιώντας την αβίαστα και με χαρακτηριστική άνεση στη στιχουργία της, περισσότερο με ειλικρίνεια παρά με κάποια άγαρμπη πρόθεση για shock value.

Ο συγκεκριμένος δίσκος αποτελεί εξ’ ολοκλήρου συνεργασία με το παιδί-θαύμα της hipster indie pop, Jack Antonoff (γνωστός, μεταξύ άλλων, από Bleachers και fun.), ο οποίος, όπως άλλωστε όλοι οι εκάστοτε μουσικοί παρτενέρ της, καταφέρνει να αφομοιώσει σχετικά εύκολα τα καλλιτεχνικά της «θέλω», προσδίδοντας στο δίσκο το τελικό του ηχητικό σχήμα. Αυτή τη φορά, η Del Rey παρουσιάζει τον δικό της folk δίσκο. Υπάρχουν απόηχοι από το εξαιρετικό “Honeymoon” του 2015, η εσωστρέφεια δουλεύεται περισσότερο σε ένα tracklist που αποτελείται ως επί το πλείστον από trip-hopοειδείς piano ballads. Τα δύο πρώτα singles που κυκλοφόρησαν τον περσινό Σεπτέμβριο –“Mariners Apartment Complex” και “Venice Bitch”- αποτελούν ταυτόχρονα και δύο από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της παρούσας δουλειάς.

Τα κομμάτια που ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα είναι αυτά που καταφέρνουν να συνδυάσουν το παρόν συναίσθημα με ένα –όχι απαραίτητα άμεσα εύπεπτο- catchiness. Τουτέστιν, κατά τον γράφοντα, η καλλιτέχνις χτυπάει φλέβα χρυσού με τα ερωτευμένα (;) “Fuck It, I Love You” και “Love Song”, ενώ η μάλλον κορυφαία στιγμή του δίσκου βρίσκεται στο “California”, ένα άκρως κολλητικό κατασκεύασμα σε συνεργασία με τον Zach Dawes των Last Shadow Puppets (να προτείνουμε άφθονες μελλοντικές συνεργασίες με τον συγκεκριμένο;). Όλα αυτά δίχως να αναφέρουμε ότι συν τοις άλλοις παρέδωσε τη διασκευή της χρονιάς με το instant hit "Doin' Time".

Διαβάζοντας (και ακούγοντας) διάφορες απόψεις για το δίσκο, δεν πιστεύω ότι οι rock αναφορές είναι ιδιαίτερα ρητές εδώ – εξ’ άλλου, η ίδια ανέκαθεν υπήρξε ένα ανήσυχο rock’n’roll πνεύμα, με το δικό της ανεξιχνίαστο τρόπο. Όσο και αν γκρινιάζω-ουμε για το ότι το (κατ’ εμέ κορυφαίο album της) “Ultraviolence”, υπό την καθοδήγηση του Dan Auerbach και του psych/desert rock αρώματος που δημιούργησε, δεν έχει με κάποιον τρόπο επαναληφθεί -μια ενορχήστρωση που πιστεύω την ανέδειξε καλύτερα από ποτέ-, η ουσία βρίσκεται στο ότι μάλλον προτιμά να συνοδεύει τις λέξεις της με ένα πιάνο και διακριτικά έγχορδα ή κιθάρα να σιγοντάρουν στο background. 

Με (λεκτικές) παραπομπές σε Rolling Stones, Neil Young, David Bowie και Kanye West, η Lana Del Rey πλάθει ακόμα ένα μελαγχολικό πορτραίτο ανησυχιών της Δυτικής Ακτής, εδραιώνοντας περαιτέρω την άποψη ότι έχει πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να προσφέρει από την προ επταετίας συλλογή από mega-hits που ακούει στο όνομα “Born to Die”. Από πρέσβειρα της (χιπστερικής) καλοκαιρινής στενοχώριας μάλλον έχει γίνει η ιέρεια της (χιπστερικής) καλοκαιρινής ρέμβης, η δε σημειολογία της κυκλοφορίας του δίσκου, την πρωτελευταία ημέρα του φετινού καλοκαιριού, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστή. Δεν είναι σε καμία περίπτωση ο καλύτερος δίσκος που έχει προσφέρει, μάλλον αποτελεί ό,τι πιο κατάλληλο μας έδωσε σε πλήρη αναλογία με τη φάση στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή.

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon