"Γελώντας άγρια": Ένα κωμικό αριστούργημα, που μεταφέρεται στην σκηνή, όπως του αρμόζει

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

του Κώστα Νταλιάνη

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Ο Κρίστοφερ Ντουράνγκ γεννήθηκε το 1949 στο Νιου Τζέρσεϊ. Έχει γράψει πολλά πετυχημένα θεατρικά έργα, όπως: «Baby with the bathwater», «Sister Mary Ignatius explains it all for you», «Beyond therapy», «Media amoc», κ.ά. Το 1973, φοιτητής ακόμα στο Γέηλ – στο τμήμα Θεατρικής Συγγραφής - κάνει αισθητή την παρουσία του, προκαλώντας σκάνδαλο με το έργο του «The idiots Karamazov». Στην παράσταση αυτή έπαιξε για πρώτη φορά η Μέριλ Στριπ.

Έχει κερδίσει τρία βραβεία «Obie», το βραβείο «Dramatist Guild» και ήταν υποψήφιος για το βραβείο «Tony» και για το βραβείο «Drama Desk». Από το 1994 μοιράζεται με τη Μάρσα Νόρμαν την έδρα της συγγραφής θεατρικών έργων στο “Julliard School”.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Ο τίτλος του «Γελώντας Άγρια» είναι μια αναφορά στο «Ευτυχισμένες μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ. Τίτλος πανέξυπνος, όχι μόνο γιατί δημιουργεί αμέσως τον συνειρμό ότι πρόκειται για κωμωδία, αλλά και διότι, αφού κάποιος δει την παράσταση, αντιλαμβάνεται, ότι ο τίτλος σχετίζεται ακριβώς με την ουσία του ίδιου του έργου και διεισδύει κι αυτός με τον τρόπο του στην καρδιά της προβληματικής του συγγραφέα.

Εξάλλου, είναι ξεκάθαρο, μέσω μιας ρητής αναφοράς μέσα στο κείμενο, ότι η φράση προέρχεται από το έργο του Μπέκετ. Μέσα από τις ευτράπελες καταστάσεις και το «άγριο γέλιο», οι δύο ήρωες θα βιώσουν το δικό τους υπαρξιακό γέλιο, σαν άλλοι Μπεκετικοί ήρωες. Άλλωστε και η αναφορά των ηρώων ως «άντρας» και «γυναίκα» παραπέμπουν, σαφώς, σε συγγραφικές πρακτικές του Μπέκετ. 

Η δομή του θεατρικού έργου είναι απλή. Η πρώτη πράξη αποτελείται από δύο μονολόγους (μιας γυναίκας κι ενός άντρα). Στην δεύτερη πράξη, η ατμόσφαιρα γίνεται σουρεαλιστική, μιας και οι δύο ήρωες συναντιούνται στον ονειρικό κόσμο και το έργο κλιμακώνεται με μια ξεκαρδιστική σκηνή συνέντευξης του βρέφους της Πράγας (μια διάσημη θρησκευτική φιγούρα, που αναπαριστά τον Ιησού σε παιδική ηλικία) στο σετ του σόου της Σάλυ Τζέσυ Ράφαελ (μια αμερικανική τηλεοπτική περσόνα της δεκαετίας του 1980, που η γυναίκα του έργου λατρεύει να μισεί).

Η γυναίκα, που έχει νοσηλευτεί σε ψυχιατρικές κλινικές, αρχίζει να μιλά με αφορμή ένα τυχαίο περιστατικό στο σούπερ-μάρκετ με έναν άντρα και στη συνέχεια αφηγείται τί της συνέβη την ίδια μέρα με έναν ταξιτζή κι έναν μουσικό του δρόμου, για να καταλήξει στη στηλίτευση των talk shows και των τηλεαστέρων.  Ο χαρακτήρας της είναι συγχρόνως ξεκαρδιστικός και συγκινητικός, ελκυστικός και απειλητικός. Ποτέ δεν κουράζεται να αναφέρεται στα πρόσωπα, που μισεί: την Μητέρα Τερέζα, την Σάλι Τζέσι Ράφαελ, τους θαμώνες στις συγκεντρώσεις των Ανώνυμων Αλκοολικών, την Δρ. Ρουθ και, στο τέλος, το βρέφος της Πράγας.

Ο άντρας, ο οποίος φαίνεται πιο ισορροπημένος, ζεστός και χαμογελαστός, με αφορμή το ίδιο τυχαίο περιστατικό στο σούπερ-μάρκετ, ξεκινά να μιλά στους θεατές για τις μεταφυσικές/υπαρξιακές του αναζητήσεις, για την προσπάθειά του να κάνει μόνο θετικές σκέψεις – αν και συνήθως δεν τα καταφέρνει λόγω του περιβάλλοντος που ζει – καταλήγοντας, όμως, κι αυτός σε ένα ξέσπασμα οργής και σε μια δριμεία κριτική των κακώς κειμένων της εποχής του. Λατρεύει κι αυτός την εξομολόγηση στο κοινό και μας λέει για τις ανασφάλειές του, τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, τον φόβο του για την τρύπα του όζοντος, το AIDS, το Τσερνόμπιλ και την τρομακτική γυναίκα, που συνάντησε στο σούπερ μάρκετ και τον γρονθοκόπησε χωρίς προφανή λόγο.

Το «Γελώντας άγρια» είναι ένα κωμικό και συνάμα τραγικό πορτρέτο της σύγχρονης ζωής σε μια μεγαλούπολη, εκεί όπου συνωστίζονται οι ψυχώσεις, οι νευρώσεις, τα πάθη, οι έξεις και οι ορέξεις ανθρώπων μοναχικών, ανέραστων και δυστυχισμένων, έτοιμων για όλα, ανθρώπων, για τους οποίους μια κονσέρβα τόνου σε σούπερ μάρκετ αρκεί ως άλλοθι για να συγκρουστούν.

Οι δύο πρωταγωνιστές μιλούν ασταμάτητα επί παντός επιστητού, για ό,τι τους ενοχλεί, τους αγχώνει, τους φοβίζει, τους εκνευρίζει και αυτό γιατί το μόνο που επιζητούν είναι να βρουν κάποιο δίαυλο επικοινωνίας σε έναν κόσμο παρανοϊκό και σκληρό, που αρνείται κάθε ανθρώπινη επαφή.

Αν και το έργο είναι τοποθετημένο στην δεκαετία του ’80 και είναι διαποτισμένο από την κουλτούρα αυτής της δεκαετίας, τα θέματα της μοναξιάς, της σεξουαλικότητας, της πνευματικής αρρώστιας, με τα οποία καταπιάνεται ο συγγραφέας, είναι όλα επίκαιρα και το έργο έχει περάσει με άριστα το τεστ της αντοχής στον χρόνο.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Η μετάφραση του Δημήτρη Φραγκιόγλου και της Χριστίνας Παπαδάκη διαθέτει όλες τις αρετές μιας εξαιρετικής θεατρικής μετάφρασης: Ρέει αβίαστα και έχει έναν γρήγορο ρυθμό, που υπογραμμίζει την κωμική διάσταση του έργου και δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον θεατή να κουραστεί, ενώ οι δύσκολοι αμερικανοί όροι της αργκό αποδίδονται υπέροχα στην νεοελληνική και πολλές αναφορές στην δεκαετία του 1980 αντικαθιστώνται κι εκσυγχρονίζονται.

Το θεατρικό αυτό έργο αποτελείται στο πρωτότυπό του από δύο μονολόγους με ελάχιστη διάδραση ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Το κείμενο της παράστασης, όμως, διασκευάζεται ευφυώς από τον σκηνοθέτη Βασίλη Κόκκαλη ως μια τμηματική εξιστόρηση της εξομολόγησης του άντρα, μέσα στην τμηματική εξιστόρηση της εξομολόγησης της γυναίκας. Έτσι οι δύο ιστορίες – που σχετίζονται μεταξύ τους και είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος – μπλέκονται η μια μέσα στην άλλη με αριστουργηματικό τρόπο, δημιουργώντας ακόμη πιο κωμικά αποτελέσματα.

Ο Β.Κόκκαλης κατάφερε να στήσει μια απολαυστική παράσταση, καλοκουρδισμένη και γρήγορη, που το γέλιο και ο προβληματισμός εναλλάσσονται σε ίσες ποσότητες. Παίρνοντας ένα έργο του 1987, κατάφερε να δημιουργήσει ένα σύγχρονο έργο, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των σημερινών θεατών.

Η σκηνή κυριολεκτικά γεμίζει από το ένα άτομο, όταν ερμηνεύει μόνο του, ενώ στις σκηνές που και οι δύο ήρωες βρίσκονται μαζί, μοιάζουν να συμπλέκονται με απόλυτα χορογραφημένες κινήσεις (π.χ. η επαναλαμβανόμενη, σε αργή κίνηση, σκηνή της συνάντησης των δύο χαρακτήρων στο σούπερ-μάρκετ).

Στην επίτευξη της επιτυχίας της παράστασης συνετέλεσαν επίσης η Μαρία Βασιλάκη και η Δανάη Μακρή στα σκηνικά και τα κοστούμια, οι οποίες με πολύ έμπνευση και φαντασία κατάφεραν να δημιουργήσουν πολυχρηστικά σκηνικά αντικείμενα (το πορτοκαλί σεντόνι, που χρησιμοποιείται ως ένδυμα γιόγκι και ως πετσέτα θαλάσσης) και να πετύχουν γρήγορες αλλαγές με έξυπνες ενδυματολογικές προσθήκες, όταν οι ήρωες πρέπει να υποδυθούν διαφορετικούς ρόλους (πχ. τα γυαλιά ηλίου, τα φτερά αγγέλου, τα κόκκινα γυαλιά, η εντυπωσιακή κόκκινη ενδυμασία του βρέφους της Πράγας).

ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

Στον πολυδιάστατο και σύνθετο ρόλο του «άντρα», ο Δημήτρης Τζαβάρας κατάφερε να πείσει με την ερμηνευτική του δεινότητα και να μεταφέρει όλες τις εκφάνσεις του ψυχισμού του ήρωα του στους θεατές. Πέτυχε με αριστοτεχνικό τρόπο να ξεπεράσει το κωμικό – πρώτο επίπεδο του χαρακτήρα του ήρωα – και να τον καταστήσει έναν άνθρωπο τραγικό μέσα στο αδιέξοδο της ύπαρξής του. Με μια απλότητα και φυσικότητα, που ωστόσο κρύβει απίστευτη τεχνική, έπλασε μια περσόνα, που κατ’ ουσίαν δεν εξομολογούνταν στο κοινό, αλλά μοιραζόταν μ’ αυτό τις αγωνίες και τις σκέψεις του. Πρόκειται, πραγματικά, για έναν εξαιρετικό ηθοποιό, τον οποίο έχει την τύχη να διαθέτει η πόλη μας.

                                         

Η Νεφεντίνα Μοσχόβου συγχρονίζεται άψογα με το κείμενο του Ντουράνγκ (με τους συνειρμούς και τις ξαφνικές εναλλαγές κωμικού-τραγικού), εντυπωσιάζει με το πάθος της και πείθει ερμηνευτικά άλλοτε ως κυνική, άλλοτε ως συναισθηματική, άλλοτε ως πρόσωπο, που συγκρούεται με τον ίδιο του τον εαυτό, ενίοτε ως άτομο, που βασανίζεται από υστερικές κρίσεις, αλλά κυρίως ως άνθρωπος, που έχει την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον και να εργαστεί.

Οι εκφράσεις της αλλάζουν απότομα, από το γελοίο στο απόλυτα σοβαρό, δημιουργώντας ένα έντονα κωμικό αποτέλεσμα. Συνάμα, εκφράζει εύγλωττα τον πόνο της ψυχικά νοσούσης ηρωίδας, που ερμηνεύει, αποδίδοντας με σταδιακό κρεσέντο, καθ’ όλη την εξέλιξη του έργου, τις αντιδράσεις αυτής της «γυναίκας».

Οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών αλληλοσυμπληρώνονται άψογα, καθώς η επιθετικότητα, η νευρικότητα και η ενεργητικότητα της Νεφ.Μοσχόβου κοντράρεται με την εγκράτεια, την ντροπαλότητα και την πραότητα του Δημ.Τζαβάρα.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για την καλύτερη παράστασης της σεζόν (ως τώρα) με δύο ερμηνείες, που θα σας μείνουν αξέχαστες. Σας εγγυώμαι, ότι, μετά το πέρας της παράστασης, θα βγείτε ενθουσιασμένοι και με ένα τεράστιο χαμόγελο από το θέατρο “Act”, όπως ακριβώς συνέβη και σε μένα.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Κείμενο: Κρίστοφερ Ντουράνγκ
Μετάφραση: Δημήτρης Φραγκιόγλου – Χριστίνα Παπαδάκη
Σκηνοθεσία: Βασίλης Κόκκαλης
Σκηνογραφία - Ενδυματολογία: Μαρία Βασιλάκη
Βοηθός Ενδυματολόγου: Δανάη Μακρή
Μουσική Επιμέλεια: Διονύσης Μπάστας
Βιντεοσκοπήσεις – Φωτογραφίες: Περικλής Παπανδρεόπουλος
Σχεδιασμός αφίσας: Δημήτρης Γιαννακούλιας 

Παίζουν:
Δημήτρης Τζαβάρας
Νεφεντίνα Μοσχόβου

Διάρκεια: 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Η παράσταση παίζεται στο θέατρο“Act” 
(Σκάλες Γεροκωστοπούλου 65, Πάτρα)

Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:30 μ.μ.
Τιμή εισιτηρίου: 10 ευρώ
Μειωμένο: 8 ευρώ
Πληροφορίες - Κρατήσεις: 2610272037, 6936122263
Website: https://www.facebook.com/act.theater.patras?fref=ts

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon