Manic Street Preachers - Futurology
Ποιος θα το περίμενε εν έτει 2014 ότι οι Manics θα κυκλοφορούσαν τον πιο διασκεδαστικό ροκ δίσκο της χρονιάς;
Και όμως παρακολουθώντας κανείς την πορεία των βρετανών συνειδητοποιεί ότι έφτασαν ουκ ολίγες φορές τόσο σε εμπορικά όσο και σε καλλιτεχνικά peak κατά τη διάρκεια της 22ετούς δισκογραφικής τους παρουσίας. Ξεκίνησαν με peak με το χιλιοπαιγμένο Motorcycle Emptiness του 1991, συνέχισαν με peak με το Holy Bible του 1994 (τον πιο αγαπητό δίσκο των πιο παλιών οπαδών τους), ενώ στα μέσα και τέλη των 90ς μας παρέδωσαν δύο δίσκους ορόσημο για την βρετανική ποπ, το Everything Must Go και το This Is My Truth Tell Me Yours. Και ενώ φαινόταν ότι είχε αρχίσει η φθίνουσα πορεία που συμπαρέσυρε όλα τα βρετανικά brit pop γκρουπ των 90s (αν και ποτέ ο ήχος τους δεν συνόδευσε αυτή την ταμπέλα ούτε οι ίδιοι επιδίωξαν να μπουν στο χορό που είχε στηθεί από τα media γύρω από αυτή), to 2001 εκείνοι επιστρέφουν με Let Robeson Sing και Ocean Spray. Η υπόλοιπη δεκαετία κύλησε σχετικά ήσυχα μέχρι που το 2009 παραδίδουν το πιο βρώμικο Journal For Plague Lovers, έναν δίσκο που δικαίως χαρακτηρίστηκε από σχεδόν όλο τον μουσικό τύπο ως ένας από τους καλύτερους εκείνης της χρονιάς. Οι Manics τα τελευταία χρόνια διανύουν περίοδο δημιουργικού οίστρου και ύστερα από τα πιο στρωτά Postcards From A Young Man του 2010 και το περσινό Rewind your Film, επιστρέφουν πολύ κοντά με τον πιο ευφάνταστο ίσως δίσκο της καριέρας τους. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς όμως οι ιδέες που αναπτύσσονται στο δωδέκατο δίσκο τους Futurology είναι οι πιο τολμηρές που έχουν δοκιμάσει ποτέ.
Είναι εύκολο κανείς να διαφωνήσει με τα παραπάνω αν σταθεί στα πρώτα κομμάτια του δίσκου και δεν διαθέσει το χρόνο να φτάσει μέχρι το τέλος των 13 (16 με τα επιπλέον του bonus cd) τραγούδια του Futurology. Και τούτο διότι τα πρώτα στη σειρά εύκολα singles κράχτες (Walk Me To The Bridge, Futurology) που είθισται να κυκλοφορεί το γκρουπ δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως την ουσία του δίσκου. Πρέπει κανείς να φτάσει στον αριθμό νούμερο 6 για να απορήσει πως οι βρετανοί σκαρώνουν τέτοιας εκπληκτικής απλότητας και γοητείας ποπ κομψοτεχνήματα (ειδικά στην demo εκτέλεση του Divine Youth μπορεί κανείς να ανακαλέσει στην φλεγματική τραγουδοποιία του James Dean Bradfield τις δημιουργίες των Felt στα μέσα της δεκαετίας του 80). Χρειάζεται να προχωρήσει στην προοδευτική new wave αρχιτεκτονική του Dreaming a City (Hughesovka) και την ηλεκτρονική αναρχία του Mayakovcky (αμφότερα μουσικά θέματα), όπου θα συναντήσει τους Magazine του Real Life να κλείνουν το μάτι στους Hawkwind των αρχών των 70s για να απογειώσουν τον ήχο του γκρουπ. Εδώ ο ηλεκτρισμός (πες το πρώιμη electronica ή kraut rock) δεν αποκτά νέες διαστάσεις αλλά επιστρέφει στις ρίζες του, δίνοντας μια αίσθηση ανακουφιστικής αναγνωρισιμότητας για τις θύμησες από το παρελθόν αλλά και παρόμοιας έκπληξης για το πόσο ευρηματικά εκδηλώνονται αυτές στο παρόν.
Δεν μπορεί έπειτα κανείς να μην σταθεί στο ρετρό πέρασμα του "Sex Power Love and Money" που φέρνει στο μυαλό τους Blur της Parklife περιόδου, κάνοντάς σε να αναρωτηθείς αν τελικά αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι προαναφερθέντες δοξαστές της brit pop για τους επόμενους δίσκους τους (αναφέρομαι στην πειραματική τους στροφή στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 90), το πετυχαίνουν καλύτερα οι πάλαι ποτέ ανταγωνιστές (αν και ουδέποτε τιμητές της ταμπέλας brit pop) Manics 15 και βάλε χρόνια μετά.
Κατά τα άλλα και για να μην τους παρεξηγήσει κανείς διαβάζοντας αυτή την κριτική, ο βασικός σκελετός του Futurology αποτελείται από τη γνωστή και δοκιμασμένη συνταγή. Ορθόδοξα μελωδικά τραγούδια με τη φωνή του Bradfield (αλλά και με εύστοχες συνεργασίες) μπροστά και τους στίχους να δίνουν το γνωστό κοινωνικοπολιτικό στίγμα.
Τέλος, εκπλήξεις επιφυλάσσουν και τα 3 επιπλέον τραγούδια του bonus cd, όπως για παράδειγμα το "The Last Time I Saw Paris" με τη σαγηνευτική φωνή της αγνώστου ταυτότητας ερμηνεύτριας (ίσως πρόκειται για τη Nina Hoss που επενδύει φωνητικά και το "Europa Geht Durch Mich") να δένει το γαλλικό στίχο όμορφά στην απλή αλλά πανέμορφη μελωδία του κομματιού.
Αυτά και πολλά άλλα μπορεί κανείς να επισημάνει για ένα album που το διατρέχει μια συνεκτική ακτίνα παραγωγής τέτοιας έντασης που οι φωτοσκιάσεις του ήχου πότε παραμένουν ένα ικανοποιητικό υπόστρωμα για τις κεντρικές μελωδίες και άλλοτε εκδηλώνονται έμπροσθεν με ηλεκτρονικές, πιανιστικές, κιθαριστικές και άλλες ενορχηστρωτικές κορυφώσεις.
Συμπερασματικά, το Futurology είναι ένας ευφάνταστος και περιπετειώδης δίσκος που θα αφήσει ένα αμυδρό αλλά πειστικότατο χαμόγελο ικανοποίησης στους οπαδούς του βρετανικού ποπ και ροκ. Θα ανανεώσει επίσης το ενδιαφέρον των παλαίμαχων αλλά και θα δώσει ώθηση στους νεότερους για άρτιους rock ‘n roll δίσκους και όχι αποσπασματικές στιγμές, άστοχα στοιβαγμένες σε ένα σύνολο υπό τον όρο album. Και όσον αφορά το Futurology μιλάμε για ένα album με τα όλα του.
Βασίλης Παλαιολόγου
- Συνδεθείτε για να υποβάλετε σχόλια