Manic Street Preachers: οι ''Σύντροφοι'' από την Ουαλία

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Η Ουαλοί αντιμετωπίζονταν πάντοτε ώς οι ''βλάχοι'' του νησιού. Τους αποκαλούν με διάφορα υποτιμητικά επίθετα και συνεχώς γίνονται δέκτες χλευαστικών σχολίων. Οπότε και στα πλαίσια της pop κουλτούρας, οι καλλιτέχνες που κατάγονται από την Ουαλία αντιμετωπίζονται με αρκετή καχυποψία από τους, πάντοτε, υπερόπτες Άγγλους. Στα πλαίσια αυτού του σκηνικού εμφανίστηκαν στις αρχές των '90ς οι Manic Street Preachers. Οι Manics δεν είχαν εκείνη τη περίοδο καμία σχέση ούτε με τη σκηνή του Madchester, ούτε με τη σκηνή του shoegaze, που κυριαρχούσαν τότε στη Βρετανία. Αντλούσαν ιδέες από τον ριζοσπαστισμό των Clash και οι απόψεις τους βρίσκονταν σαφέστατα στο χώρο της Αριστεράς. Ο James Dean Bradfield (φωνητικά, κιθάρα), Nicky Wire (lead guitar), Sean Moore (drums) και Richey James Edwards (rhythm guitar) αποτελούσαν τους Manic Street Preachers και είχαν θέσει ως στόχο να πολεμήσουν τις ταξικές διαφορές, έχοντας ως όπλο τη μουσική και τους στίχους τους.

Το πρώτο χτύπημα προς το κατεστημένο ονομάζονταν ''Generation Terrorists'' και κυκλοφόρησε το 1992. Είχε πολλές αναφορές στο punk, οι στίχοι ήταν από προβοκατόρικοι έως επιθετικοί και περιείχε ένα από τα κορυφαία singles της δεκαετίας, το ''Motorcycle Emptyneess''. Στα αρνητικά μπορούμε να βάλουμε τη μεγάλη διάρκειά του και το γεγονός ότι πολλές φορές συνθηματολογούσαν παρά εξέφραζαν τις απόψεις τους. Κάπως έτσι οδηγηθηκε ο δημοσιογράφος Steve Lamacq να ρωτήσει τον Richey Edwards αν πράγματι εννοούν αυτά που λένε. Και ο Richie αντί απάντησης χάραξε στο χέρι του τη λέξη 4 Real. Αυτή ήταν και η πρώτη ένδειξη για τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του Edwards και ουσιαστικά προϊδέαζε για το τι θα ακολουθήσει. Το Ν.Μ.Ε. κυκλοφορεί με εξώφυλλο το αιματοβαμμένο χέρι του Edwards και το συγκρότημα αποκτά την extra δημοσιότητα που τόσο πολύ ήθελε.

Το δεύτερο βήμα τους ήταν το ''Gold Against Soul'' (1993) που αποτύπωνε τη γρήγορη πρόοδο των Manics. Μπορεί να μην περιείχε ένα καινούργιο ''Motorcycle Emptyness'' αλλά σαν δίσκος ήταν πιο ολοκληρωμένος, αφού τα πάντα ακούγονταν πιο κατασταλαγμένα. Την καλλιτεχνική τους κορύφωση την έπιασαν με τον τρίτο δίσκο, το ''The Holy Bible'' (1994). Εδώ τα πάντα είναι τοποθετημένα στην εντέλεια. Στίχοι που εξαπολύουν τα βέλη τους απολύτως στοχευμένα και riffs που ακονίζουν τα δόντια τους σε κάθε ευκαιρία. Ο δίσκος είναι αριστούργημα αλλά το κοινό τους γυρνά επιδεικτικά τη πλάτη, μη μπορώντας να αντέξει την απαισιοδοξία που απέπνεε. Και κάπου εκεί συμβαίνει το γεγονός που χάραξε τη πορεία των Manic Street Preachers. Το Φεβρουάριο του 1995 και λίγες ημέρες πριν την αμερικάνικη περιοδεία τους, ο Richey Edwards εξαφανίζεται. Ποτέ δεν βρέθηκε το πτώμα του και ανακυρήχθηκε επίσημα νεκρός ύστερα από αρκετά χρόνια και σύμφωνα με τη βρετανική νομοθεσία. Ο Edwards έχοντας θέματα με ναρκωτικά αλλά και με κατάθλιψη δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος ενός rock star και αποφάσισε να δώσει ένα βίαιο τέλος. Η περίοδος είναι ιδιαίτερα κομβική για το μέλλον των εναπομείναντων Manics. Οι προοπτικές είναι ή διάλυση ή συνεχίζουμε μόνοι μας. Και αυτοί σαν καλοί αριστεροί που ζουν στον καπιταλισμό επέλεξαν το δεύτερο. Είπαν, τώρα είναι ευκαιρία να τα αλλάξουμε όλα και let's make some money. Πρακτικά ο Edwards δεν είχε καμία συμβολή στο μουσικό κομμάτι των Manics, αφού έπαιζε δεύτερη κιθάρα. Αυτό που προσέφερε ήταν οι στίχοι του, το artwork των κυκλοφοριών και κυρίως την αντισυμβατική αύρα του, που καλυπτε ολόκληρο το συγκρότημα.

Το ''Everything Must Go'' (1996), ο πρώτος δίσκος χωρίς τον Edwards, ήταν εξαιρετικός και φανέρωνε μία εμπορικότερη στροφή για το συγκρότημα. Με αιχμή του δόρατος ένα από τα καλύτερα singles της χρονιάς, ''A Design For Life'', και έντεκα άξιους συμπαραστάτες έφτασε στις πρώτες θέσεις των charts και επιτέλους οι Manic μπορούσαν να συναγωνιστούν σε πωλήσεις συγκροτήματα σαν τους Oasis και τους Suede. Ο ήχος ήταν πιο στρωτός και λυρικός, ενώ οι στίχοι δεν ήταν πλέον επιθετικοί και προσπαθούσαν με πιο πλάγιο τρόπο να περάσουν τις θέσεις του συγκροτήματος. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την τεράστια δημοσιότητα που δόθηκε στην εξαφάνιση του Edwards, έπαιξαν καθοριστικο ρόλο στην εμπορική καταξίωση των Manic Street Preachers. Πλέον εμφανίζονταν ως headliners στα μεγαλύτερα festival και γίνονταν συνεχώς πρωτοσέλιδα στον μουσικό τύπο. Μπορεί να τους πήρε λίγα χρόνια αλλά τελικά κατάφεραν αυτό που ήθελαν.

Το 1998 ήταν η χρονιά τους. Τότε κυκλοφόρησε το ''This is My Truth, Tell Me Yours'', που αποτελεί και τον πιο εμπορικό τους δίσκο. Τα πολιτικά τους τσιτάτα τα σέρβιραν με συνοδεία εύκολων riffs, με συνέπεια αυτά να φτάνουν στα mainstream ακροατήρια. Τα βραβεία έπεφταν βροχή και οι Manic Street Preachers ήταν από τα πραγματικά μεγάλα ονόματα της εποχής. Παλιοί fans, μάλλον ένιωθαν προβληματισμένοι από την εμπορική τους στροφή, αλλά αυτό διόλου απασχολούσε το συγκρότημα. Το 2001 κυκλοφορούν το ''Know Your Enemy'' και γίνονται το πρώτο βρετανικό συγκρότημα που εμφανίζεται στην Κούβα, παρουσία μάλιστα του ίδιου του Φιντέλ Κάστρο. Ο δίσκος είναι αρκετά καλός, αλλά δεν έχει να προσθέσει κάτι πραγματικά φρέσκο στον ήχο τους. Τα επόμενα χρόνια κυκλοφορούν τα ''Lifeblood'' (2004) και ''Send Away The Tigers'' (2007). Οι πωλήσεις έχουν αρχίσει να πέφτουν και οι Manics μοιάζουν στα αφτιά πολλών ως δεινόσαυροι του παρελθόντος. Σε αυτό παίζει ρόλο και η ύπαρξη αρκετά mainstream και ''ελαφρών'' singles που περιέχονται, αλλά και η γενικότερη μετριότητα των δίσκων τους. Οι εποχές έχουν αλλάξει και συγκροτήματα σαν τους Libertines και τους Arctic Monkeys είναι αυτά που πρεσβεύουν το φρέσκο στο Νησί. Προβληματισμένοι και οι ίδιοι με τη πορεία τους αποφασίζουν να κάνουν μία ''back to the roots'' κίνηση. Ανατρέχουν στα αρχεία του Richey Edwards και ηχογραφούν το ''Journal For Plague Lovers'' (2009), που περιέχει αποκλειστικά στίχους του και επίσημα πλέον εκλιπόντα. Η μουσική έμπνευση όμως δεν κάνει την τιμή να τους επικεφτεί περισσότερο, οπότε λίγα πράγματα βελτιώνονται στα αλήθεια. Απλά πούλησαν ''αγνή νοσταλγία'' στους παλιούς οπαδούς τους. Ακολούθησαν τα ''Postacards From A Young Man'' (2010), ''Rewind The Film'' (2013) και ''Futurology'' (2014), με το τελευταίο να ξεχωρίζει με χαρακτηριστική άνεση ανάμεσά τους. Δεν είναι ότι οι δίσκοι της τελευταίας δεκαετίας είναι άσχημοι, αλλά ότι δεν έχουν αυτό το κάτι παραπάνω που θα τους κάνει να ξεχωρίσουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις μία τίμια αποχώρηση φαντάζει ως η ιδανική λύση, αλλά οι Manics δεν την έκαναν ποτέ. Πρακτικά μικρή σημασια έχει αυτό για ένα από τα συγκροτήματα που στιγμάτισαν μουσικά τα 90ς. Οι σύντροφοι Manic Street Preachers προφανώς θα συνεχίσουν να το παλεύουν και τα επόμενα χρόνια, αναζητώντας λίγη από τη λάμψη του παρελθόντος.

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon