Ο André Kertész διαμόρφωσε την αισθητική του ανάμεσα σε δύο πολέμους και δύο πρωτεύουσες της τέχνης

Ο  André Kertész θεωρήθηκε από πολλούς ως ο καλλιτεχνικός  πατέρας του Henri Cartier-Bresson και του Robert Capa, βραβεύτηκε αρκετές φορές, αλλά σε καμία από τις 4 περιόδους  (Hungarian, French, American, International)  της 70 άχρονης καριέρας  του δεν ένιωσε την ευρύτερη αποδοχή του έργου του - τουλάχιστον όχι όπως εκείνος φανταζόταν.  

Γεννημένος στην Ουγγαρία (2 July 1894), ξεκίνησε να φωτογραφίζει το 1912 σε ηλικία 18 ετών χρησιμοποιώντας μια ICA box camera ως μέσο έκφρασης, αλλά και περιγραφής της καθημερινότητας του, προμηθεύοντας αρκετά περιοδικά με έργα του. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος θα διέκοπτε αυτή την καθημερινότητα, αλλά όχι την δημιουργικότητα του Kertész καθώς και κατά την διάρκεια της θητείας του θα συνέχιζε να φωτογραφίζει.

Με την λήξη του πολέμου και αποστρεφόμενος την βασική του δουλεία στο χρηματιστήριο, θα αποκάλυπτε στην οικογένειά του την ανάγκη του για σπουδές στην φωτογραφία κάτι που θα την έβρισκε εκ διαμέτρου αντίθετη. Το Παρίσι, που εκείνη την εποχή έβραζε από καλλιτεχνικά κινήματα, έδειχνε η κατάλληλη πόλη για έναν άνθρωπο όπως ο Kertész που καθοδηγούνταν από την δίψα του για την ζωή, τους ανθρώπους και την περιέργεια για τον κόσμο. Κόντρα στις νουθετήσεις της οικογένειας του, το 1925, θα βρισκόταν στο Παρίσι δουλεύοντας για περιοδικά ξεκινώντας έτσι την πιο παραγωγική περίοδο της καριέρας του.

Μια περίοδος όπου θα επηρεαζόταν από τον ντανταϊσμό και τον σουρεαλισμό, κινήματα τα οποία διαμόρφωσαν και τελειοποίησαν την προσωπική του αισθητική. Φωτογραφίζοντας πρόσωπα της καλλιτεχνικής και μποέμικης ζωής του Παρισιού αλλά και καθημερινό κόσμο δεν άργησε να πετύχει καθώς έγινε ο πρώτος φωτογράφος που διοργάνωσε προσωπική έκθεση. Όμως ο πόλεμος θα ξαναβρισκόταν στον δρόμο του και λόγο της εβραϊκής του καταγωγής το 1936 θα έβρισκε καταφύγιο στην Νέα Υόρκη  προσπαθώντας παράλληλα  να προωθήσει την καριέρα του. Η δυσκολία με την γλώσσα, η αποξένωση που ένιωθε ως Ούγγρος μετανάστης, αλλά ταυτόχρονα και η γοητεία του για το μέγεθος αυτής της πόλης ήταν μερικά από τα στοιχεία που θα επικοινωνούσε μέσα από τις φωτογραφίες του.

Η Νέα Υόρκη -η οποία τελικά αποδείχθηκε  το τελευταίο του σπίτι (28 Σεπτεμβρίου 1985)- θα αποτελούσε το τελευταίο σκαλοπάτι πριν τη διεθνή αναγνώριση, με εκθέσεις σε ολόκληρο τον κόσμο όπως και εκδόσεις βιβλίων με τα έργα του, που συνδύαζαν άψογα τον μοντερνισμό και το φωτορεπορτάζ.

Underwater Swimmer, 1917

Η πρώτη του φωτογραφία με παραμορφώσεις, ενώ ανέρρωνε στο νοσοκομείο μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, με τις αντανακλάσεις να συνθέτουν μια μοντέρνα αισθητική.

The Fork, 1928. 

Το κοντινό αυτό πλάνο στο πιρούνι και ο φωτισμός από ψηλά αναδεικνύουν την δύναμη του υψηλού κοντράστ και των σκιών που μας οδηγούν στο να διαχωρίσουμε την φωτογραφία σε δυο επίπεδα, πάνω και κάτω.

 

Shadows, 1931.

Αποτελεσματική μέσα στην απλότητα της, σε παγιδεύει λόγω της ιδιαίτερης γωνίας λήψης αλλά και της κλίσης των σκιών λόγω του ήλιου.

 

Clock of the Académie Française, 1932.

Μια ακόμη φωτογραφία που αποδεικνύει τα ασυνήθιστα σημεία από όπου φωτογράφιζε ο Kertész. Παίζοντας με το βάθος πεδίου και τον χώρο, βάζει τον θεατή σε ρόλο παρατηρητή πίσω από το ρολόι που με το σκούρο χρώμα του δείχνει σαν κολλάζ.

Distortion #147, #40, #98, 1933.

Τρία από τα 200 έργα της σειράς  «distortions» (παραμορφώσεις),  που μέσα από τις αντανακλάσεις σε καθρέφτες πειραματίζεται πάνω στη φόρμα του γυναικείου σώματος.

The Lost Cloud, 1937.

Ψάχνοντας για νέο υλικό στους δρόμους της Νέας Υόρκης, ο Kertész  βλέποντας αυτό το μοναχικό σύννεφο θεώρησε ότι αντιπροσώπευε όλη την μοναχικότητα και την δυσκολία του να εγκλιματιστεί στην Νέα Υόρκη.

Polaroids.

Το 1979 αποκτά την polaroid SX-70 και ξεκινά να  φωτογραφίζει κυρίως μέσα  στο διαμέρισμα του ή εστιάζοντας έξω από το παράθυρό του. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν τον εμπόδισε να δημιουργήσει μια σειρά  με σχήματα γεμάτα κίνηση και συναίσθημα.

 © The Estate of André Kertész

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon