"Ο Εξορκιστής" (1973): Η αιώνια πάλη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Του Κώστα Νταλιάνη

Το Κακό δεν πηγάζει από μια σκοτεινή άβυσσο, ούτε από μια κοσμική σφαίρα. Δεν περιορίζει την κυριαρχία του σε μαύρες σκιές κι αδιέξοδα στενά, ούτε επιτίθεται με τη μορφή ενός λυκάνθρωπου, που μπορεί να φονευτεί με ασημένια σφαίρα. Όταν ξαφνικά νιώσουμε το φόβο ότι, χωρίς προειδοποίηση, κάτι φρικιαστικό μπορεί να διεισδύσει στη ζωή μας και να φέρει τα πάνω κάτω, πιθανόν να αφουγκραζόμαστε κάτι πολύ αληθινό και χειροπιαστό. Ίσως το Κακό να έχει ήδη φωλιάσει εκεί όπου ποτέ δε θα το περιμέναμε: στο πιο στενό μας περιβάλλον.

Αν κι αυτό είναι το κεντρικό θέμα της ιστορίας της αμερικανίδας ηθοποιού Κρις Μακ Νιλ (Έλεν Μπέρστιν), της οποίας η 12χρονη κόρη Ρέιγκαν (Λίντα Μπλερ) μεταμορφώνεται στον Αντίχριστο μπροστά στα ίδια της τα μάτια, ο σκηνοθέτης του «Εξορκιστή» Γουίλιαμ Φρίντκιν, ανοίγει την ταινία με σκηνές της Μέσης Ανατολής. Σε μια αρχαιολογική ανασκαφή στο Ιράκ, ο πατήρ Μέριν (Μαξ φον Σίντοφ) ανακαλύπτει ορισμένα αρχαία αντικείμενα που του προκαλούν φοβερό πανικό, ανάμεσά τους κάτι κομμένα κεφάλια αγαλμάτων κι ένα ιδιαίτερα τρομακτικό φυλακτό.

Οι επόμενες σκηνές, όπου το Κακό, στην  πιο καθαρή του μορφή, μοιάζει να εγκαθίσταται σε κάθε πτυχή του περιβάλλοντος του Μέριν, είναι από τις πιο δυνατές της ταινίας. Τα κενά, αλλά διαπεραστικά, βλέμματα των ντόπιων, το σφυροκόπημα των σιδεράδων που ο Μέριν συγχέει με το τρελό χτύπημα της καρδιάς του κι ένα ρολόι που ξαφνικά σταματά,  είναι απλώς μερικές από τις εικόνες που συμβάλλουν στο να νιώσει ο θεατής μέσα στη ψυχή του τον επικείμενο κίνδυνο.

Όταν, στο τέλος αυτής της σεκάνς, ο Μέριν κάθεται ακριβώς απέναντι από το άγαλμα ενός απειλητικού δαίμονα με λυσσασμένα σκυλιά να τρέχουν αγριεμένα γύρω από τα πόδια του, η ουσία της ιστορίας γίνεται σαφής. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, η ταινία είναι «μια χριστιανική παραβολή για την αιώνια πάλη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό».

Αλλαγή πλάνου. «Τζορτζτάουν.» Η λεζάντα πάνω στην οθόνη και η πανοραμική θέα της πόλης αποπνέουν μια απατηλή εικόνα τάξης και εξ αποστάσεως ασφάλειας. Ο Φρίντκιν περιέγραφε το fade-in που συχνά χρησιμοποιούσε, ως ένα τέχνασμα «για να παρασύρω τον θεατή σε λάθος δρόμο». Παρ’ όλα αυτά, η γαλήνη του ειδυλλιακού φθινοπώρου του Τζορτζτάουν και η ψευδαίσθηση της σταθερής οικογενειακής μονάδας καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτο, όταν ένας από τους ιησουίτες ιερωμένους από το πανεπιστήμιο, ο πατήρ Κάρας (Τζέισον Μίλερ), ξεσπά και ομολογεί ότι έχει «χάσει την πίστη του». Με τα λόγια αυτά, άνεμος κακός αρχίζει να φυσά.

Το Κακό έρχεται με τη μορφή ενός απαίσιου, παραμορφωμένου κοριτσιού που ξερνάει αισχρολογίες και βλασφημεί ανεξέλεγκτα. Φοβερές κρίσεις αγκομαχητών και πνιγμών και τρομερές στριγκλιές κυριαρχούν στην ηχητική μπάντα, συνοδευόμενες από έναν οπτικό κατακλυσμό πράσινου, βλεννώδη εμετού. Ποτέ πριν (και ποτέ έκτοτε, εδώ που τα λέμε) δεν υπήρξε σκηνοθέτης τόσο αποφασισμένος να τρομοκρατήσει το κοινό του. Όταν η ταινία κυκλοφόρησε,  συνέβαινε συχνά θεατές να κάνουν εμετό στους διαδρόμους, να λιποθυμούν ή να παθαίνουν υστερία. Μέχρι που αυτό το εξαιρετικά προκλητικό έργο έκανε τον διάσημο αμερικανό κριτικό Ρότζερ Έμπερτ ν’ αναρωτηθεί για την κατάσταση του ανθρώπινου είδους: «Είναι ο κόσμος τόσο μουδιασμένος, ώστε να χρειάζονται ταινίες τέτοιας έντασης για να νιώσει έστω κάτι;»

Υπό την επήρεια του σοκ και της αηδίας, μπορεί κανείς να παραβλέψει τον αριστοτεχνικό ιστό υπαινιγμών, αντιθέσεων, αναλογιών και κοινωνικοπολιτικών επιχειρημάτων που έχει πλέξει εδώ ο Φρίντκιν. Ένα παράδειγμα αυτής της περίτεχνης επιστρωμάτωσης είναι η σκηνή κατά την οποία η Ρέιγκαν πλάθει ένα πουλί από πηλό, με φτερά σαν κι αυτά του δαιμονικού αγάλματος στη σεκάνς στο Ιράκ. Αργότερα ο αστυνόμος Κίντερμαν (Λι Τζ. Κόμπ), ο οποίος ερευνά τον μυστηριώδη θάνατο του καλύτερου φίλου της Κρις, βρίσκει ακόμα ένα πήλινο αντικείμενο στον τόπο του εγκλήματος. Είναι το παγανιστικό αντίστοιχο του Εσταυρωμένου, το οποίο πρόσφατα η Κρις ανακάλυψε στο κρεβάτι της κόρης της.

Ο τρόπος με τον οποίο η ταινία προσπαθεί να διαγνώσει το αίτιο του δαιμονισμού της Ρέιγκαν, επίσης, αξίζει να εξεταστεί λεπτομερώς. Η αλαζονεία των γιατρών, οι εκρήξεις θυμού της Κρις, ο αλκοολισμός του φίλου της, το βάρος των ενοχών που νιώθει ο πατήρ Κάρας προς τη νεκρή μητέρα του, είναι όλα σημάδια ότι η πηγή του Κακού θα μπορούσε να είναι ανθρώπινη. Ο ρόλος του Κάρας ως ψυχολόγου της ιησουιτικής κοινότητας του πανεπιστημίου τον κάνει να αμφιβάλλει για την ύπαρξη του θεού, δίνοντας στον θεατή άλλη μια πιθανή ένδειξη για την πηγή μόλυνσης της Ρέιγκαν. Άλλα γεγονότα, όπως ο ιησουίτης ιερωμένος που βρίσκει ένα βεβηλωμένο άγαλμα στο παρεκκλήσι, αλλά δε σταυροκοπιέται μπροστά στην Παναγία μπαίνοντας, επίσης καταδεικνύουν την έλλειψη πίστης ως συντελεστή.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι ευρήματα, που ο Φρίντκιν τα χρησιμοποιεί για να ποικίλλει τη βασική αρχή της ταινίας: ότι, δηλαδή, το Κακό παραμονεύει στην καθημερινή μας ζωή, ακόμα και μέσα μας. Απ’ αυτήν την άποψη, δεν πρόκειται για μια μάχη με τον διάβολο, αλλά με τον ίδιο τον εαυτό. 

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon