"Γυαλί" του Ανδρέα Ντούτσια
Ένα διήγημα του Ανδρέα Ντούτσια
Φωτογραφία: The Arthur Rackham Fairy Book
Κάπου και κάποτε, ανάμεσα στις εκτάσεις άμμου και πυρωμένου ήλιου, σε εκείνες τις εκτάσεις γης που ίσκιος δεν επισκέφτηκε ποτέ να ξεναγηθεί ή να ξεκουράσει ένα ζευγάρι μάτια, γεννήθηκε ένας παράξενος έρωτας. Ο άνεμος κοίταζε αυτήν την αχανή πεδιάδα καυτής άμμου και δεν στεκόταν να ξαποστάσει μιας και του έκαιγε τα πόδια. Γι'αυτό το λόγο, φύσηξε με όλη του τη δύναμη ανακατεύοντας την άμμο και όταν την πήρε και την σήκωσε σε στροβίλους χορευτικούς δοκίμασε να αγγίξει δειλά δειλά τα ακροδάχτυλα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σταμάτησε να πνέει για λίγες στιγμές.
Η άμμος τον καλοδέχτηκε. Τον άφησε να πατήσει στο χλιαρό της δέρμα, να ξαπλώσει το ξέπνοο κορμί του πάνω της και να κλείσει για λίγο τα μάτια του. Ο άνεμος, με τη σειρά του, την χάιδεψε απαλά. Πέρασε την παλάμη του στη λεία επιφάνεια με της καμπύλες και ένιωσε το μετάξι της πλάσης. Άφησε μια πνοή στην επιδερμίδα της άμμου, σαν ψίθυρος ακούστηκε και της είπε με μια δροσερή ανάσα του ¨σ' αγαπώ¨. Η άμμος σαν το άκουσε ρόδισε στα μάγουλα και αμέσως ζεστάθηκε από τις μοναδικές λέξεις.
Ο ήλιος όμως που κοιτούσε από ψηλά ζήλεψε. Ήξερε ότι όσο και να καίει την όμορφη άμμο που τόσα χρόνια πολιορκούσε σιωπηλά, δεν θα την έκανε να ζεσταθεί με τέτοιο τρόπο. Οι κόκκοι της άμμου είχαν ροδίσει σαν τριαντάφυλλο που μόλις άνοιξε τα πέταλα του και ο άνεμος που φύσαγε γλυκά πάνω της ήταν η πρωινή δροσιά στα πέταλα του.
Ο ήλιος δεν άντεξε να κοιτά έναν τέτοιο ερώτα να ζωντανεύει μπρος στα γεμάτα φωτιά μάτια του και αποφάσισε να εκδικηθεί το ανυποψίαστο ζευγάρι. Όταν έπεσε το βράδυ κρύφτηκε πίσω από τα βουνά και κατέστρωσε το σχέδιο του. Μάζεψε όλη του την θέρμη, όλες του τις ακτίνες που χάριζε τόσα χρόνια στον κόσμο και βγήκε πρωί πρωί και έκαψε την άμμο. Την ζέστανε τόσο πολύ που η άμμος δεν άντεξε. Ένιωσε το κορμί της να πυρακτώνεται, να σκληραίνει και να αλλάζει η βελούδινη ράχη της.
Όταν το μεσημέρι ξύπνησε ο άνεμος και έτρεξε σφυρίζοντας να δει την αγαπημένη του, αντίκρισε μια γυάλινη επιφάνεια να βρίσκεται στην θέση εκείνης που της έμαθε το φιλί. Πέρασε από πάνω της και είδε την πνοή του να περνά γλιστρώντας. Δεν μπόρεσε να την αγγίξει παρά μόνο με το χνώτο του να θολώνει την επιφάνεια της. Ο ήλιος γέλασε χαιρέκακα. Με μια ακτίνα του καυτή και μυτερή έγραψε πάνω στο θολωμένο γυαλί ¨εάν όχι εγώ, τότε κανείς.¨ Ο άνεμος ούρλιαξε όπως δεν είχε ουρλιάξει ποτέ. Φύσηξε δυνατά και ξερίζωσε πέτρες και βουνά. Τίποτα δεν στεκόταν στο διάβα του. Ένα ξερικό δέντρο πέταξε τόσο μακριά που λένε ότι έφτασε σε μια λίμνη χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και εκεί οι σταγόνες της λίμνης το άνθισαν για πρώτη φορά.
Κάθε μέρα ούρλιαζε ο αέρας σαν στοιχειό της κόλασης. Μόνος του, χαμένος. Κτυπούσε τα βουνά αλύπητα. Το γυαλί δεν τον κρατούσε ούτε μια στιγμή. ‘Ώσπου μια μέρα, από ένα βουνό δεν άντεξαν οι βράχοι και έπεσαν με δύναμη πάνω στο γυαλί και ακούστηκε ένα δυνατό κρακ. Ένα τρίξιμο που έμοιασε με τον ήχο βροντής ακολούθησε και το γυαλί ράγισε. Ο αέρας όρμησε στην σχισμή και εκεί που κάποτε έστεκε το κοιμισμένο γυαλί τώρα υπήρχαν τρίματα απαλής, μεταξένιας άμμου. Κάπου, κάποτε, όταν ράγισε για πρώτη φορά γυαλί ξαναγεννήθηκε ένας έρωτας.
- Συνδεθείτε για να υποβάλετε σχόλια
Διαβάστε Επίσης
- "Ο μίσχος του κακού": Έξι διηγήματα που περιγράφουν μια καθημερινότητα που δεν θέλουμε να δούμε και να αναγνωρίσουμε
- Παρουσίαση του βιβλίου "Τελευταία Ανάσα" της Μαρίας Π. Διδάχου
- Παρουσιάζεται η συλλογή διηγημάτων της Νόπης Γραικούση
- Paul Hanley - ''Leave The Capital''
- Παρουσιάζεται το κόμικ "Teacherrific" του Δ. Φάκου