25th Hour (2003): Η 25η ώρα της Νέας Υόρκης μετά την 11η Σεπτεμβρίου

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

του Κώστα Νταλιάνη

Depend upon it, Sir, when a man knows he is to be hanged in a fortnight, it concentrates his mind wonderfully. -- Dr. Samuel Johnson

Το επόμενο πρωί, ο Μόντυ Μπρόγκαν (Έντουαρντ Νόρτον) πρόκειται να παραδοθεί για να εκτίσει την ποινή του στη φυλακή. Οι δύο κολλητοί του ακουμπούν στο κιγκλίδωμα, κοιτάνε απλανώς το ποτάμι και συμφωνούν «είναι το τέλος». Δεν πρόκειται να ξαναδούν τον Μόντυ. Μπορεί να είναι ζωντανός μετά από οκτώ χρόνια, αλλά δεν θα είναι ο ίδιος, που γνωρίζουν από παιδιά. Ο Μόντυ, επίσης, το γνωρίζει αυτό… Όπως και η κοπέλα του και ο πατέρας του. Όλα τελειώνουν μετά το αποψινό βράδυ.

Το μυαλό του Μόντυ είναι απόλυτα συγκεντρωμένο. Υπάρχει η αίσθηση, ότι βιώνει την τελευταία μέρα της ελεύθερης ζωής του με μια αφυπνισμένη συνείδηση. Τα πάντα είναι πιο καθαρά, πιο βαρυσήμαντα, μερικές φορές ακόμα και ονειρικά. Συλλογίζεται πώς έφτασε σε αυτό το σημείο και ποιοι μπορεί να συμμετείχαν, αλλά πλέον είναι αργά για οποιαδήποτε πράξη. Αντίθετα, επιλέγει να επικεντρωθεί  στην κοπέλα του, τον πατέρα του, τους φίλους του και κάποιες ανοιχτές υποθέσεις.

Η Νατσουρέλ (Ροζάριο Ντόσον) τον στηρίζει και τον αγαπά τον, αλλά ο Μόντυ έχει υποψίες, ότι μπορεί αυτή να τον πρόδωσε στην αστυνομία. Ο Τζέηκομπ (Φίλιπ Σέημουρ Χόφμαν) και ο Φρανκ (Μπάρι Πέπερ) του συμπαραστέκονται, όπως θα άρμοζε σε κολλητούς, αλλά αυτοί, θα συνεχίσουν να ζουν τις ζωές τους και μετά το αποψινό βράδυ. Ο πατέρας του, Τζέημς (Μπράιαν Κοξ), ένας ηλικιωμένος Ιρλανδός, ιδιοκτήτης μια παμπ, πικραμένος κατηγορεί τον εαυτό του, επειδή αναγκάστηκε να πάρει ‘δάνεια’ από τον γιο του.

Ο Μόντυ είναι ευφυής και βλέπει τα λάθη του χωρίς παρωπίδες. Αναγνωρίζει, ότι ήταν λάθος να εμπλακεί στο εμπόριο ναρκωτικών και να μείνει μέσα στο κύκλωμα τόσο καιρό, και ήταν ακόμα πιο μεγάλο λάθος να κρύβει χρήματα και κοκαίνη μέσα στο ίδιο του το σπίτι και να μην το κρατά μυστικό.

Ο Νόρτον, άψογος, όπως συνηθίζει, ερμηνεύει εσωτερικά και με ηρεμία. Καταρρέει εντός και δεν εκρήγνυται. Είναι διαυγής και ρεαλιστής, ακόμα και σε αυτές τις τελευταίες ώρες του. Πιστεύει, ότι ξέρει ποιον να εμπιστευτεί, αλλά τι πραγματικά ξέρει και τι μπορεί να κάνει;

Ο σκηνοθέτης Σπάικ Λη, δουλεύοντας πάνω στην διασκευή του Ντέηβιντ Μπενιόφ, από το ομώνυμο βιβλίο του, ζωγραφίζει ένα πορτραίτο μιας ολόκληρης ζωής μέσα σε 24 ώρες. Ξεκινά από ένα πρωινό περίπατο του Μόντυ με το σκύλο του και καταλήγει το επόμενο πρωί σε μια μακρά διαδρομή με τον πατέρα του. Ενδιάμεσα ο Μόντυ πείθει τον Τζέηκομπ να φροντίσει τον σκύλο του, κάνει σεξ με την Νατσουρέλ, αλλά αργότερα φαίνεται απόμακρος προς αυτήν, πηγαίνει σε ένα νάιτ-κλάμπ με τους δύο φίλους του, όπου κανονίζει ολοκληρωτικά τις υποθέσεις του με το σκοτεινό κύκλωμα, στο οποίο είχε εμπλακεί και ζητά μια τελευταία χάρη από τον Φρανκ πριν μπει στη φυλακή.

Το αξιοθαύμαστο στοιχείο του εξαιρετικού σεναρίου είναι, ότι περιέχει όλο αυτό το υλικό για τον Μόντυ, και όμως καταφέρνει να μας γνωρίσει τόσο καλά και τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Θα μπορούσε να υπάρχει ξεχωριστή ταινία για τον Τζέηκομπ, έναν στρουμπουλό και φλεγματικό καθηγητή φιλολογίας, ο οποίος ερεθίζεται από ένα τατουάζ στην κοιλιά μιας μαθήτριας του και από την ίδια την μαθήτρια, την Μαίρη (Άννα Πάκουιν). Αλλά οποιαδήποτε προσπάθεια του για να προσεγγίσει την Μαίρη θα ήταν λάθος και ο Τζέηκομπ το γνωρίζει.

Ο Φρανκ, απεναντίας, είναι ένας έμπειρος και απερίσκεπτος πλαίημπου, χρηματιστής στην Γουόλ Στρητ. Το διαμέρισμά του βλέπει κυριολεκτικά φάτσα τα συντρίμμια των δίδυμων πύργων, αλλά δεν μετακομίζει, επειδή δεν μπορεί να το δώσει στην τιμή, που θέλει. Η 9/11, έτσι, γίνεται ένα σιωπηλό θέμα της ταινίας. Ποτέ δεν αναφέρεται ρητά, αλλά οι χαρακτήρες και ο κόσμος της ταινίας φαίνονται μέσα από το πρίσμα αυτής της σύγχρονης καταστροφής, που προκάλεσε τρομερά συναισθηματικά τραύματα στους αμερικάνους. Όπως μετά το επόμενο πρωί η ζωή του Μόντυ θα αλλάξει δραματικά, έτσι και μετά την 9/11 η ζωή στην Αμερική δεν ήταν ποτέ πια η ίδια.

Έτσι, η εξαιρετική σκηνή, κατά την οποία ο Μόντυ κοιτά τον εαυτό του στον καθρέφτη σε μια άθλια τουαλέτα και χάνει την ψυχραιμία του για μοναδική φορά στην ταινία, και αρχίζει να εκτοξεύει «άει γαμήσου» εναντίον κάθε εθνικής, οικονομικής, σεξουαλικής και ηλικιακής ομάδας της αμερικανικής κοινωνίας, καταλήγοντας  να τα κατευθύνει όλα στον εαυτό του, αποκτά ευρύτερη διάσταση.

Υπάρχει ακόμα το αριστουργηματικό κλείσιμο της ταινίας, καθώς ο πατέρας του Μόντυ, τον οδηγεί στις φυλακές. Οδηγώντας στην λεωφόρο, ο Τζέημς προτείνει να συνεχίσουν να οδηγούν προς τα δυτικά, ώστε ο Μόντυ να βρει μια ξεχασμένη κωμόπολη, να ζήσει εκεί με άλλο όνομα, να βρει μια σωστή κοπέλα, να κάνει οικογένεια και να ζήσει την ζωή, που τα χρέη του πατέρα τού στέρησαν, όπως πιστεύει ο ίδιος. Ο Μ.Κοξ διηγείται εξαιρετικά αυτόν τον μακρύ μονόλογο σε βόις-όβερ, ενώ ο Σ.Λη κινηματογραφεί αυτή την φανταστική ζωή τόσο πειστικά, ώστε το κοινό μπαίνει στον πειρασμό να αναρωτηθεί, αν συμβαίνει, όντως, στην πραγματικότητα. Για ποιον έχει δημιουργηθεί αυτό το όραμα; Για τον Μόντυ ή για τον πατέρα του, ώστε να απαλύνει τις ενοχές του; Ο Μόντυ δεν νιώθει κάποια αίσθηση ευθύνης να πληρώσει το χρέος του απέναντι στην κοινωνία, αλλά είναι συγκεντρωμένος στο πεπρωμένο του και αυτή η αφυπνισμένη συνείδηση ολόκληρου του τελευταίου 24ώρου θα τελειώσει μόλις περάσει την είσοδο της φυλακής. Ίσως τελικά το όραμα να προορίζεται για το αμερικάνικο κοινό, που δεν μπορεί να δεχτεί πώς «ένας απ’ αυτούς» πρέπει να πληρώσει για τις πράξεις του. Άλλη μια αιχμηρή ματιά στον τρόπο αντιμετώπισης των αμερικανών όσον αφορά τα λάθη τους, που οδήγησαν στην 9/11.

Η κινηματογράφηση δεν τραβά την προσοχή πάνω της, συγχρόνως, όμως, η κάμερα κινείται με χάρη και εφευρετικότητα. Ο Σ.Λη σκηνοθετεί διακριτικά, με έναν ελεγειακό τόνο, δίνοντας έμφαση στην ιστορία και τους χαρακτήρες, χρησιμοποιώντας, όμως, και μερικές εντυπωσιακές τεχνικές, που, ίσως, περνούν απαρατήρητες. Τονίζει κάποιες στιγμές με στιγμιαία ‘παγωμένα πλάνα’ (freeze frames). Επίσης, πειραματίζεται με τον φωτισμό σε συνεργασία με τον διευθυντή φωτογραφίας του (Ρ.Πριέτο). Υπάρχει ένα εξαιρετικό πλάνο, στο οποίο ο Νόρτον και ο Χόφμαν είναι λουσμένοι σε μπλε φως, εκτός από  λίγο κόκκινο στο δεξί μάτι του Νόρτον.

Ο Σ.Λη αποσπά εξαιρετικές ερμηνείες: από τον Νόρτον, τον Χόφμαν, τον Πέπερ, τον Κοξ μέχρι την Ντόσον και την Πάκουιν, όλοι είναι εξαίρετοι στους ρόλους τους και όλες οι σκηνές χρωματίζονται από την υπέροχη χημεία μεταξύ τους. 

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon