Η Λεωφόρος της Δύσης (Sunset Boulevard) 1950
του Κώστα Νταλιάνη
Ο άνεργος σεναριογράφος Τζο Γκίλις (Γουίλιαμ Χόλντεν) επιπλέει νεκρός σε μια πισίνα. Αναλογίζεται την καταραμένη προσωπική και επαγγελματική σχέση του με τη μεγαλομανή σταρ του βωβού κινηματογράφου Νόρμα Ντέσμοντ (Γκλορια Σουάνσον), της οποίας οι προσπάθειες να παραμείνει νέα στα πενήντα της την κάνουν κατά παράδοξο τρόπο να φαίνεται υπέργηρη. Ζει σε μια ερειπωμένη έπαυλη στη λεωφόρο Σάνσετ (σάνσετ σημαίνει ηλιοβασίλεμα/δύση). Κηδεύει μέσα στα μεσάνυχτα τη μαϊμού της, γράφει ένα άθλιο σενάριο και ονειρεύεται την απίθανη αναβίωση της καριέρας της, μετά από 20 χρόνια, ως Σαλώμη. Στην υπηρεσία της υπάρχει ένας λιγομίλητος μπάτλερ (Έριχ Φον Στροχάιμ), ο οποίος αποδεικνύεται, ότι ήταν ο αγαπημένος της σκηνοθέτης στα ένδοξα κοινά τους χρόνια.
Ο Γουάιλντερ δεν συνήθιζε να ασχολείται με εντυπωσιακά θεάματα. Όμως το σενάριο τον ενθάρρυνε να δημιουργήσει συνθέσεις, οι οποίες θυμίζουν το Φάντασμα της Όπερας και την Ξαναντού από τον Πολίτη Κέην. Παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί το τεράστιο κοντινό πλάνο στα χέρια με τα λευκά γάντια, που παίζουν ένα θορυβώδες εκκλησιαστικό όργανο, ενώ στο φόντο κείτεται νευρικά ο παγιδευμένος ζιγκολό (ένας ρόλο-μοτίβο στην φιλμογραφία του Γουάιλντερ). Η ταινία συνδυάζει την παράξενη συμπάθεια για την παρηκμασμένη Νόρμα και τον άσημο Τζο με μια σαδιστική χρήση ταλαιπωρημένων και ανέκφραστων βωβών προσώπων, όπως του Μπάστερ Κητον (το αντίπαλο δέος του Τσάπλιν την εποχή των βωβών κωμωδιών) και άλλων παλιών σταρ του βωβού.
Μια από τις ειρωνείες της ταινίας είναι, ότι, αν και η Νόρμα πληρώνει τις συνέπειες της τρέλας της, η βιομηχανία αφήνει και μάλιστα ενθαρρύνει όλους τους άλλους να συμπεριφέρονται ως τέρατα: ο σκηνοθέτης και παραγωγός Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ, υποδυόμενος τον εαυτό του στην ταινία, υπενθυμίζει ευγενικά στη Νόρμα, ότι η κινηματογραφική βιομηχανία έχει αλλάξει, αλλά ο Γουάιλντερ κλείνει τη σκηνή με την κάμερα να στρέφεται στις γυαλισμένες μπότες ιππασίας, που φοράει και στο αλλόκοτο, κορδωμένο περπάτημά του.
Αν και είδαν την ταινία ως ευκαιρία για λίγη τελευταία δόξα, η Γκλόρια Σουάνσον (μια από τις μεγαλύτερες σταρ του βωβού κινηματογράφου) και ο Έριχ Φον Στροχάιμ (ένας από τους γνωστότερους σκηνοθέτες την εποχή του βωβού) κατάλαβαν το σκληρό όραμα του Γουάιλντερ και τη διάθεσή του να τους δείξει όλους σαν τέρατα. Είναι μια σκληρή και κυνικη ταινία, που παλεύει με την καταδικασμένη, αλλά «φυσιολογική» ερωτική σχέση: στο τέλος η Νόρμα έχει τρομοκρατηθεί από το γεγονός, ότι ο Τζο γράφει ένα σενάριο (με προσωρινό τίτλο: «Ερωτική ιστορία χωρίς τίτλο») με μια νεαρή, που γνώρισε σε ένα πάρτυ του Χόλιγουντ, αλλά και επειδή φοβάται, ότι θα την αφήσει για μια νεαρότερη γυναίκα. Η Σουάνσον είναι θαυμάσια μέσα στην τρέλα της (λέει μία από τις πιο δημοφιλείς ατάκες στην ιστορία του Χόλυγουντ: «Εγώ είμαι ακόμα μεγάλη. Είναι οι ταινίες που μίκρυναν»), η οποία κλιμακώνεται σε μια αξέχαστη στιγμή «λαμπερού» τρόμου, όπου μιλάει σε ένα οπερατέρ επικαίρων κατά τη σύλληψη της για φόνο και δηλώνει, ότι είναι έτοιμη για το κοντινό της πλάνο. Τότε ο Γουάιλντερ απομακρύνει την κάμερα και τη δείχνει σε μακρινό πλάνο, το οποίο τονίζει την απομόνωσή της μέσα στην τρέλα, καθώς ξεκινάει το μεγάλο πανηγύρι για το σκάνδαλο. Αυτό το στοιχείο, μάλιστα, αναπτύσσεται περισσότερο στην επόμενη ταινία του Ace in the hole (1951).
- Συνδεθείτε για να υποβάλετε σχόλια