Οι Primal Scream μέσα από τους δίσκους τους

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Στις αρχές των '80ς κατέβηκε στο Λονδίνο από τη παγωμένη Σκωτία μία παρέα μουσικών που έμελλε να καθορίσει την indie σκηνή της Αγγλίας τα επόμενα χρόνια. Ανάμεσά τους ήταν τα αδέρφια Reid, που έφτιαξαν τους Jesus and Mary Chain και ο Alan McGee, μέλος των Biff Bang Pow! και κυρίως αφεντικό της Creation, μίας δισκογραφικής που σημάδεψε όσες λίγες την Αγγλική σκηνή. Μαζί με αυτούς ήρθε και ένας νεαρός με το όνομα Bobby Gillespie, ο οποίος αρχικά έγινε ο drummer των Jesus and Mary Chain και παράλληλα φόρμαρε τη δικιά του μπάντα τους Primal Scream. H Creation ιδρύθηκε με ένα μικρό δάνειο της τάξεως των 1000 λιρών και ο McGee υπέγραψε τις μπάντες που είχαν φτιάξει όλοι οι φίλοι του από τη Σκωτία. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οι Primal Scream, που μάλιστα θα ήταν και η τελευταία κυκλοφορία της Creation το 2000, λίγο πριν βάλει λουκέτο. Ο Gillespie σαν drummer των Jesus and Mary Chain συμμετείχε στο ''Psychocandy'' και στη συνέχεια αποχώρησε για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τους Primal Scream. Τις κιθάρες της μπάντας ανέλαβαν οι Andrew Innes και Robert Young, οι οποίοι συμμετείχαν και στο συνθετικό κομμάτι.

Η αρχή έγινε με τη συμμετοχή τους στη θρυλική κασέτα C86 που διανεμήθηκε από το N.M.E. και ουσιαστικά αποτελούσε μία τελείως φρέσκια ηχητική πρόταση για την εποχή. Το κομμάτι ονομάζονταν ''Velocity Girl'' και τοποθέτησε τους Primal Scream στην εθνική ελπίδων της βρετανικής σκηνής. Το 1987 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους album με τίτλο ''Sonic Flower Groove'', στο οποίο αποτυπώνονταν η αγάπη τους για τα '60ς και τους Byrds. Το album δεν προκάλεσε καμία ιδιαίτερη αίσθηση και παρέμεινε στα στενά όρια των indie pop ακροατών. Ήταν μία καλή προσπάθεια, αλλά σε καμία περίπτωση δεν προμήνυε το τι θα ακολουθούσε.

Η ώρα των Primal Scream δεν ήρθε ούτε με το δεύτερο και ομώνυμο album του 1989. Το ''Primal Scream'' αποτελούσε τη φυσική συνέχεια του προκατόχου του, με μόνη διαφορά ότι ήταν λιγότερο pop και περισσότερο rock 'n' roll. Η Creation, παρόλο που δεν έχουν σημαντικές πωλήσεις, εξακολουθεί να τους πιστεύει και θα δικαιωθεί για αυτό το 1991.

Το 1991 οι Primal Scream κυκλοφορούν το καλύτερό τους δίσκο και έναν από τους καλύτερους της δεκαετίας, ο οποίος δεν ήταν άλλος από το ''Screamadelica''. Ήταν η εποχή που η βρετανική νεολαία και μαζί της οι Primal Scream, είχαν ανακαλύψει τη house μουσική και τα ecstasy. Το club Hacienda στο Manchester έκανε την αρχή και η όλη φάση χαρακτήρισε μία εποχή. Το ''Scramadelica'' ήταν ένας δίσκος πλουραλιστικός, που περιείχε ισόποσες δόσεις από indie riffs, house beats και dub ατμόσφαιρες. Ήταν κατά κάποιο τρόπο το soundtrack μίας χημικής γενιάς για το δικό της καλοκαίρι της αγάπης. Μίας γενιάς που εκφράστηκε μέσω του clubbing και αγάπησε ταινίες σαν το ''Trainspotting''. To ''Screamadelica'' ήταν πιο χαοτικό από το ''Pills 'n' Thrills and Bellyaches'' των Happy Mondays και πιο πολύπλευρο από το ντεμπούτο των Stone Roses, για να το συγκρίνουμε με τους άλλους δύο δίσκους που σημάδεψαν τη σκηνή του Madchester. Η αναγνώρισή του υπήρξε καθολική και βοήθησε τη Creation να βγάλει ορισμένα από τα σπασμένα εξαιτίας της κυκλοφορίας του ''Loveless'' των My Bloody Valentine, που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά. Η Creation βέβαια θα γιγαντωθεί λίγο αργότερα όταν και θα υπογράψει κάποιους νεαρούς από το Manchester, που ο βασικός τους συνθέτης πίστευε ότι είναι ο John Lennon της γενιάς του.

Η επιτυχία του ''Screamadelica'' μάλλον αποδιοργάνωσε τους Primal Scream. Τους έβγαλε το χρόνιο κόμπλεξ όλων των βρετανικών συγκροτημάτων, το οποίο δεν είναι άλλο από μία ατελέσφορη εμμονή με την Αμερική. Οι Primal Scream δεν θέλουν να είναι οι χαρούμενοι clubbers του Λονδίνου και της Ibiza αλλά γοητεύονται από τον αμερικάνικο νότο και τους Lynard Skynard. Η ηρωινή μπαίνει στο καθημερινό διαιτολόγιό τους, με ότι αυτό συνεπάγεται και το 1994 μας παραδίδουν το ροκάδικο ''Give Out But Don't Give Up''. Ο δίσκος είναι βαρύς και ασήκωτος και σώζεται μόνο από τα singles που περιέχει. Σε τέτοιες περιπτώσεις η διάλυση φαντάζει δεδομένη αλλά οι Primal Scream αποδεικνύονται πραγματικοί χαμαιλέοντες.

 

Καταλαβαίνουν πρώτα οι ίδιοι το αδιέξοδο που έχουν περιέλθει, επανέρχονται στα ''έξυπνα'' drugs και το μπάσο το αναλαμβάνει ο Gary ''Mani'' Mounfield των διαλυμένων πλέον Stone Roses. Ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους και το καινούργιο ξεκίνημα γίνεται μέσα από τη συμμετοχή τους στο soundtrack του ''Trainspotting''. Το δύσκαμπτο rock κάνει στην άκρη προς χάρην πιο ανοιχτών ηχητικών πεδίων. Το 1997 κυκλοφορούν το ''Vanishing Point'' που επαναφέρει τη μπάντα στο δρόμο της. Είναι η φυσική συνέχεια του ''Screamadelica'' και όλα δείχνουν να βρίσκονται στη θέση τους. Παράλληλα την ίδια χρονιά και σε συνεργασία με τον Adrian Sherwood κυκλοφορούν και την dub εκδοχή του δίσκου με τον τίτλο ''Echo Dek''.

Ο επόμενος δίσκος τους θα είναι και η τελευταία κυκλοφορία της Creation. O δαιμόνιος Alan McGee είδε το επερχόμενο θάνατο των δισκογραφικών με τον τρόπο που λειτουργούσαν και αποφάσισε να αποσυρθεί, έχοντας κερδίσει εκατομμύρια λίρες. To ''XTRMNTR'' κυκλοφόρησε το 2000 και βρίσκει τους Primal Scream τουλάχιστον οργισμένους. Οργισμένους με τη κυβέρνηση της Βρετανίας, το ΝΑΤΟ που βομβαρδίζει αμάχους, τον επελαυάνοντα φασισμό και τους hippies που μεταλλάχθηκαν σε στελέχη πολυεθνικών. Ίσως ο καλύτερος δίσκος τους μετά το ''Screamadelica''.

Ακολουθεί το επίσης καλό ''Evil Heat'' του 2002. Στον δίσκο συμμετέχουν ο Jim Reid των Jesus and Mary Chain, ο Kevin Shields των My Bloody Velentine αλλά και ο Robert Plant των Led Zeppelin. Επίσης υπάρχει και ένα ντουέτο έκπληξη με τη Kate Moss να διασκευάζουν το ''Some Velvet Morning''. 

Για τη συνέχεια, όπως και είναι φυσιολογικό, υπήρξε μία πτωτική πορεία του συγκροτήματος. Το ''Riot City Blues'' του 2006 και το ''Beautiful Future'' του 2008 είναι μάλλον μέτριοι δίσκοι, που μπορεί να έχουν τις στιγμές τους αλλά ουσιαστικά δεν έχουν να προσθέσουν κάτι στην αξία των Primal Scream.

Ανέλπιστα θετική υπήρξε η επιστροφή τους το 2013 με το ''More Light''. Ένας δίσκος που ουσιαστικά αποτελεί μία σύνοψη της πορείας τους. Οι Primal Scream προφανώς και έχουν ήδη κυκλοφορήσει ότι σημαντικό είχαν και πλέον αποτελούν μία παρέα παλαίμαχων που το παλεύουν ακόμα. Αλλά ακόμα και τώρα δείχνουν ότι εξακολουθούν να έχουν πάθος με αυτό που κάνουν. Σίγουρα είναι μία από τις επιδραστικότερες μπάντες των τελευταίων τριάντα χρόνων, έχοντας επηρεάσει μπάντες σαν τους Kasabian, τους Chemical Brothers κ.α.

 

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon