Αναμένοντας το "Έμφυτο Eλάττωμα" του Π.Τ. Άντερσον

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

του Κώστα Νταλιάνη

Σύμφωνα με το imdb.com, η νέα ταινία του Π.Τ. Άντερσον, «Έμφυτο ελάττωμα», άρχισε να προβάλλεται στην Ελλάδα από τις 26 Φεβρουαρίου. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Γιόακιν Φήνιξ, στην δεύτερη συνεργασία του με τον Άντερσον, μετά το  «The Μaster». Για τους θαυμαστές του σκηνοθέτη είναι το κινηματογραφικό γεγονός της χρονιάς.  Επίσης, είναι καλή αφορμή για μία σύντομη αναδρομή στην πορεία του Άντερσον.

Η ταινία, που έβαλε τον Άντερσον στον κινηματογραφικό χάρτη, είναι οι «Ξέφρενες νύχτες» (1997), με πρωταγωνιστή τον Μαρκ Γουόλμπεργκ , στον ρόλο ενός νεαρού πορνοστάρ, η οποία μπήκε δυνατά στην τελετή των  Όσκαρ του 1998, διεκδικώντας 3 βραβεία (βοηθητικού ανδρικού ρόλου, βοηθητικού γυναικείου ρόλου και πρωτότυπου σεναρίου), χωρίς όμως να πάρει κανένα.

Το ντεμπούτο του Άντερσον είχε γίνει ένα χρόνο πριν, με το «Sydney »(1996),  η οποία συναντάται και με τον τίτλο «Hard Εight» (ο όρος hard eight αναφέρεται στα ζάρια, όταν κάποιος φέρνει οχτώ με δύο τεσσάρια). Η διανομή των ρόλων είναι πραγματικά εντυπωσιακή, αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν το κινηματογραφικό ντεμπούτο ενός 26χρονου: Τζον Σ. Ράιλυ (ο χοντρούλης μπάτσος στο «Μανόλια», Φίλιπ Μπ. Χολ (ο παρουσιαστής του τηλεπαιχνιδιού στο «Μανόλια»), Σάμιουελ Ελ. Τζάκσον, Γκουίνεθ Πάλτροου, Φίλιπ Σ. Χόφμαν.  Ο Άντερσον είχε γράψει το αρχικό σενάριο το 1992, έκανε μια μικρού μήκους βασισμένη σε αυτό και την έστειλε στο φεστιβάλ του «Σαντανς», την Μέκκα των ανεξάρτητων σκηνοθετών στην Αμερική. Εκεί τράβηξε το ενδιαφέρον ενός παραγωγού, ο οποίος του ζήτησε να την επεκτείνει σε μεγάλου μήκους. Την ίδια περίοδο δούλευε και το σενάριο για τις «Ξέφρενες νύχτες».

Μετά την γρήγορη εκτόξευση, λοιπόν, όλοι περίμεναν το επόμενο βήμα του. Πλέον είχε καλλιεργήσει προσδοκίες. Όπως και ο ίδιος είπε, ‘ Ήθελα να γράψω κάτι αμέσως μετά  τις «Ξέφρενες νύχτες» για να μην αγχωθώ από την επιτυχία’.  Έτσι πρόεκυψε  το σενάριο του «Μανόλια» (1999), ένα σπονδυλωτό δράμα επικών διαστάσεων, συνοδευόμενο από τα τραγούδια της Έημη Μαν (την οποία θαυμάζει ο Άντερσον). Οι δύο πρώτες του ταινίες ήταν έντονα επηρεασμένες από το στυλ του Ταραντίνο , του Μάμετ και του Σκορσέζε. Το «Μανόλια» έχει σίγουρα μια επιρροή από το στυλ του Ρ. Άλτμαν (τον οποίο ο Άντερσον θαυμάζει), αλλά με αυτή την ταινία αρχίζει να χτίζει το προσωπικό του στυλ. Οι ηθοποιοί είναι και πάλι εξαιρετικοί. Εκτός από τους Φ. Μπ. Χολ, Φ. Σ. Χόφμαν, Τζ. Μουρ, Μ. Γουόλτερς, Γ. Ε. Μέηση, Τζ. Σ. Ράιλυ, με τους οποίους ήδη είχε δουλέψει, εμφανίζονται στην ταινία ο Τομ Κρουζ και ο Τζ. Ρόμπαρντς (στον τελευταίο του ρόλο πριν πεθάνει). Ο Άντερσον την θεωρεί ως την καλύτερη του ταινία. Δεν διαφωνώ. Η ταινία ήταν υποψήφια για 3 Όσκαρ στην τελετή του 2000 ( βοηθητικός ανδρικός ρόλος, πρωτότυπου σεναρίου, τραγουδιού), αλλά πάλι δεν πήρε τίποτα. Όσοι ενδιαφέρονται για τον Άντερσον, και γνωρίζουν αγγλικά, επιβάλλεται να δουν το making of της ταινίας, το οποίο υπάρχει στο Youtube με τον τίτλο «That Moment - The Making of Magnolia documentary».

Ο Άντερσον, πλέον, είχε καταξιωθεί. Αυτό σημαίνει απόλυτη ελευθερία επιλογών (όσο αυτό είναι δυνατόν στον Χόλυγουντ). Η επόμενη ταινία του ήταν το «Χτυπημένος από έρωτα»(2002), ένα εναλλακτικό love-story με τον Άνταμ Σάντλερ. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης την χαρακτηρίζει ως «μια arthouse ταινία με τον Άνταμ Σάντλερ». Το ρίσκο ήταν μεγάλο. Οι φαν του Άνταμ Σάντλερ (ένας από τους πιο δημοφιλής κινηματογραφικούς κωμικούς στην Αμερική)  δεν φημίζονται για το κινηματογραφικό τους γούστο. Η ταινία κόστισε 25 εκατομμύρια δολάρια και έκανε εισπράξεις 24,7 εκατομμύρια δολάρια. Είναι η μόνη ταινία με τον Άνταμ Σάντλερ που δεν πέτυχε εισπρακτικά. Με αυτήν την ταινία πάντως ο Άντερσον αποκρυσταλλώνει το στυλ του. Από εδώ και πέρα, μπορούμε με σιγουριά να λέμε για ιδιαίτερο κινηματογραφικό στυλ.

Ακολουθεί μια σιωπή 5 χρόνων (κάτι που εντείνει την σύγκριση με τον Στάνλευ Κιούμπρικ), μέχρι το 2007, όταν και βγαίνει η νέα του ταινία «Θα χυθεί αίμα». Ο τίτλος ήδη προδιαθέτει για κάτι ξεχωριστό. Πρόκειται για μια μοντέρνα επική ταινία, βασισμένη γύρω από την προσωπικότητα του πετρελαιοπαραγωγού Ντάνιελ Πλέηνβιου,  ο οποίος αποτελεί τον καλύτερο χαρακτήρα που έχει δημιουργήσει ο Άντερσον. Ο Ντάνιελ Ντέη Λίουις δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες στην κινηματογραφική ιστορία και παίρνει το Όσκαρ σπίτι του. Παρ’ ότι η προηγούμενη ταινία του δεν είχε επιτυχία, ο Άντερσον δεν έκανε τον παραμικρό συμβιβασμό όσον αφορά το όραμα του. Δεν χρησιμοποίησε τις γνωστές φόρμουλες των ταινιών που βασίζονται σε αβανταδόρικους, επικούς χαρακτήρες:  ο χαρακτήρας δεν αλλάζει, το τέλος δεν προσφέρει κάθαρση, το love-story δεν κάνει την εμφάνισή του (στην ουσία δεν υπάρχει καν γυναικείος χαρακτήρας, κάτι που παραπέμπει στα επικά των αρχών της δεκαετίας του 60, πχ. «Ο Λώρενς της Αραβίας»,  «Η μεγάλη απόδραση» κτλ.). Η ταινία κρίνεται απόλυτα επιτυχημένη. Πήγε καλά στις εισπράξεις και είχε αρκετές υποψηφιότητες για Όσκαρ (8), κέρδισε τις 2 (ανδρικός ρόλος και διεύθυνση φωτογραφίας). Είχε την ατυχία όμως να συναγωνιστεί εκείνη την χρονιά με μια επίσης εξαιρετική ταινία, το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» των αδελφών Κοέν, χάνοντας την ευκαιρία να πάρει τα σημαντικά όσκαρ.

      

Η επόμενη ταινία του «The Master» (2012), έρχεται και αυτή μετά από σιωπή 5 χρόνων. Όπως ο ίδιος ο Άντερσον ομολόγησε μεταγενέστερα, το σενάριο τον παίδεψε πολύ. Χρησιμοποίησε σαν βάση την Σαϊεντολογία και τον ιδρυτή της Ρ. Χάμπαρντ, αλλά η ιστορία, με την πάροδο του χρόνου, στράφηκε περισσότερο σε άλλα θέματα. Καρδιά της ταινίας είναι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ιδρυτή της οργάνωσης, ή αλλιώς Μάστερ, και τον Φρέντι Κουέηλ, έναν αλκοολικό βετεράνο του Β’ παγκοσμίου πολέμου, που ακολουθεί την οργάνωση, χωρίς όμως τα κίνητρά του να είναι ξεκάθαρα. Ο Άντερσον, νιώθοντας πιο δυνατός από ποτέ μετά το «Θα χυθεί αίμα», έβαλε στην άκρη την φόρμα και πόνταρε τα πάντα στο στυλ. Η ιστορία δεν είναι σαφής, οι χαρακτήρες είναι σε απόσταση από τον θεατή, ο σουρεαλισμός και ο συμβολισμός κάνουν την εμφάνισή τους και η βάση της ταινίας είναι μια αλληγορία, που οι πιο πολλοί δεν είδαν καν.  Η σχέση του Μάστερ με τον Φρέντι, τον πιστό ακόλουθό του, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η παρουσίαση αλληγορικά της σχέσης ενός κινηματογραφικού δημιουργού με το κοινό του. Η ταινία απέτυχε εισπρακτικά, ενώ και η αντίδραση του κοινού ήταν διχασμένη. Είχε τρεις υποψηφιότητες για  Όσκαρ (βασικού ανδρικού ρόλου, βοηθητικού ανδρικού ρόλου και βοηθητικού γυναικείου ρόλου), αλλά δεν πήρε τίποτα. Πάντως η μη βράβευση του Γιόακιν Φήνιξ σε μια μνημειώδης ερμηνεία,  ήταν μεγάλη αδικία (η ειρωνεία είναι πως έχασε το Όσκαρ από τον Ντ. Ντ. Λίουις, τον πρωταγωνιστή της προηγούμενης ταινίας του Άντερσον).

Μετά, λοιπόν, από τον αμφιλεγόμενο «Master», ακολουθεί η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Τόμας Πύντσον «Inherent Vice». Η ιστορία έχει σαν  ήρωα της τον «Ντοκ», έναν  ιδιωτικό ντετέκτιβ στο μαστουρωμένο Λος Άντζελες της δεκαετία του ’70,  ο οποίος  ερευνά την εξαφάνιση μιας πρώην κοπέλας του. Το σενάριο ακολουθεί την δομή μιας ταινίας μυστηρίου,  αλλά δεν είναι σκηνοθετημένο με το ανάλογο στυλ, δανειζόμενο φόρμες από ετερόκλητα είδη. Οι γνώμες για την αξία της ταινίας διίστανται, όπως και με την προηγούμενη του. Στα φετινά  Όσκαρ είχε υποψηφιότητα διασκευασμένου σεναρίου, αλλά δεν το πήρε.  Σίγουρα πάντως αξίζει να την δεις στο σινεμά, καθώς ο Άντερσον είναι μάγος της εικόνας και η συνεργασία του με τον Φήνιξ φαίνεται να έχει πολύ μέλλον. Τα υπόλοιπα επί της οθόνης (μικρής ή μεγάλης).

 

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon