"O Βαρκάρης" του Ανδρέα Ντούτσια

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Χτύπησε τα κουπιά του άλλη μια φορά. Η ξύλινη βαρκούλα του χάιδεψε τα νερά όπως μόνο οι παλιές ξύλινες βάρκες μπορούσαν. Έφτασε πλάι της και την σκούντηξε με το κουπί του. Η βροχή δεν τον άφηνε να την διακρίνει καλά. Η βροχή που έπεφτε ασταμάτητα στα μέρη του τους χειμωνιάτικους μήνες, εκείνη που έκανε τις καστανιές να γεμίζουν καρπούς, η βροχή που άνθιζε τις φλαμουριές, η βροχή που γέμιζε το ποτάμι του. Σήκωσε το χέρι της με το κουπί του. Ήταν λυγισμένο, άκαμπτο και γκρι. Μουλιασμένο τόσο πολύ που έμοιαζε να είναι αφυδατωμένο. Ήξερε ότι δεν επιτρέπετε να αγγίζει με τα χέρια του εκείνους που μάζευε από το ποτάμι. Το ποτάμι αυτό όμως, ήταν δικό του η τουλάχιστο έτσι το ένιωθε. Το διέσχιζε κάθε μέρα και νύχτα. Το ξημέρωμα πολλές φορές τον έβρισκε εκεί να περιμένει τις πρώτες ακτίνες του τούρκικου ήλιου να βγει πίσω από τις βελανιδιές. Το απόγευμα που ξαναπήγαινε έβλεπε έναν ελληνικό ήλιο να θεριεύει για μια τελευταία στιγμή πριν χαθεί πίσω στον Άδη του. Και εκείνος σαν εντεταλμένος από τον ήλιο πήγαινε τη βάρκα του πάνω κάτω στο ποτάμι. Ήθελε αυτή τη φορά να την αγγίξει. Το χέρι της που σχημάτιζε ένα σκληρό Γάμα. Έβαλε τα γάντια του και τράβηξε το σώμα της από το νερό. Το πρόσωπο της ήρθε μπροστά του με μάτια ανοιχτά που καρφώθηκαν στη ματιά του. Η μπλούζα της που είχε το χρώμα που δίνει η νύχτα κοροϊδευτικά στα χρώματα , έπεφτε σχισμένη από τους ώμους της αφήνοντας να φανεί για λίγο η σαπισμένη σάρκα της. Ο βαρκάρης έμοιαζε ατάραχος. Το δέρμα του ακόμα και στο πυκνό σκοτάδι έδειχνε λείο. Έπιασε το σώμα από τις μασχάλες και το τράβηξε όσο μπορούσε πάνω στη βάρκα. Έπεσε σκληρό σαν μολύβι στο κενό ανάμεσα στους πάγκους. Άφησε έναν κενό γδούπο. Τότε βγήκαν και τα πόδια της από το νερό. Λυγισμένα, σε στάση προσευχής, σε αναζήτηση λύτρωσης από το παγωμένο χτύπημα του νερού του ποταμιού. Γύρισε το βλέμμα του στο πρόσωπο της που το έλουζε η βροχή. Ήταν λες και βρήκε μια νεκρή γοργόνα. Νερό έβλεπε μπροστά του και μολύβι. Δεν υπήρχε πια η γυναίκα που είχε αγγίξει με το κουπί. Προσπάθησε να βγάλει την εικόνα της όπως έκανε πάντα, από το μυαλό του. Για εκείνον θα ήταν απλά άλλο ένα πτώμα που χάθηκε στη προσπάθεια του να χαθεί από τη χώρα του. Μια ξένη, μια άγνωστη. Κάποια που δεν είχε καν μια λίρα για να μεταφερθεί στην άλλη όχθη. Εκείνος ήταν ο βαρκάρης του ποταμού, που μάζευε τα σώματα που επέπλεαν σκληρά στα νερά που έσκιζε με την βάρκα του και τα μετέφερε στην άλλη όχθη. Τα χείλη της όμως έστεκαν απαλά ανοιχτά μπροστά του. Πλησίασε το αφτί του. Ίσως αν ήταν ζωντανή να μην καταλάβαινε τι του έλεγε στην άγνωστη γλώσσα της. Όμως εκείνα τα χείλη, κάποτε γεμάτα ερωτικό κοκκινάδι, τώρα τα άκουγε να αχούν εκείνη την τελευταία τους συλλαβή, εκείνη την συλλαβή που όταν την επαναλαμβάνεις ρίχνεις τα σύνορα κάθε χώρας και γίνεται παγκόσμια… «μα …μά!».

Γύρισε τη βάρκα του για την ακτή. Ένιωσε τη ξύλινη καρίνα της να σκάβει την όχθη μετά από λίγο. Δεν φώναξε τις αρχές ούτε τον στρατό όπως θα έκανε κανονικά. Δεκαπέντε χιλιόμετρα νότια του χωρίου υπάρχει ένας λόφος που ένας τούρκος παπάς θάβει τα σώματα των ανώνυμων φυγάδων.

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon