Πρόταση βιβλίου: Γιώργος Χ.Θεοχάρης - Πιστοποιητικά Θνητότητας

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Γ. Χ. Θεοχάρη εγκιβωτίζεται η δημιουργική πορεία 40 ετών και συμπεριλαμβάνονται επίσης 12 επιλεγμένα ποιήματα, γραμμένα και αναγνωσμένα δημόσια στην περίοδο της Απριλιανής δικτατορίας, ως ένδειξη των απαρχών της ποιητικής του δημιουργίας. Σαράντα χρόνια γεωργώντας το κηπάριο της ποίησης στο απέραντο λιβάδι της γλώσσας, φυτεύοντας ό,τι θησαυρίστηκε μέσα στην παιδική του ψυχή κι ό,τι το ενήλικο βλέμμα του μπόρεσε να διακρίνει και να αποκωδικοποιήσει με όρους Τέχνης μέσα από το φασματοσκόπιο της προσωρινότητάς μας. Ποιήματα / ενέχυρα ύπαρξης στο ενεχυροδανειστήριο του Χρόνου. Ποιήματα / πιστοποιητικά της θνητότητάς μας. Γιατί τι άλλο είναι η Ποίηση από τη μορφο-ποίηση της ανθρώπινης θλίψης για την προϊούσα φθορά που επιφέρει ο χρόνος;  Ποίηση είναι ο απελπισμένος λόγος που αρθρώνει ο πονεμένος, ανοχύρωτος άνθρωπος, επιχειρώντας ν’ αναμετρηθεί με το τελεσίδικο του θανάτου, πιστεύοντας ότι, δια του Λόγου, θα το ακυρώσει. Είναι μια άλλη γλώσσα που προκύπτει από την καταστροφή των κωδίκων της γλώσσας που ξέρουμε. Μ’ αυτό το εκ καταστροφής νέο υλικό προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μιαν πρόσκαιρη αιωνιότητα μνήμης, γράφοντας «μέσα στο ά-τοπο της γραφής», για να θυμηθούμε τον ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη. Η Ποίηση εντέλει είναι μελαγχολία σε φθόγγους.

Γιώργος Χ.Θεοχάρης γεννήθηκε στη Δεσφίνα Φωκίδος. Από το 1965 διαμένει στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Εργάσθηκε για πολλά χρόνια ως Τεχνικός μηχανολογικής συντήρησης στη χημική βιομηχανία στην εταιρεία Αλουμίνιον της Ελλάδος. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και Διευθυντής έκδοσης του λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον, το οποίο εκδίδεται από το 1988 στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Μετέχει στη σύνταξη της εφημερίδας Book Press.

Ποιήματά του, δοκιμιακά κείμενα και λογοτεχνικές κριτικές δημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά και λατινοαμερικάνικα.
Έχουν εκδοθεί:

  • Πτωχόν Μετάλλευμα, έκδοση Εμβόλιμον, 1990

  • Αμειψισπορά, έκδοση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Λεβαδείας, 1996

  • Ενθύμιον, έκδοση Καστανιώτη, 2004

  • Από μνήμης (Μελάνι, 2010)

  • Δίστομο 10 Ιουνίου 1944 - το ολοκαύτωμα (Σύγχρονη Έκφραση, 2010), το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο 2011 στην κατηγορία Χρονικό–Μαρτυρία.

Γεννημένος στην Δεσφίνα στα ιερά χώματα πέριξ του ομφαλού της γης και ζώντας δίπλα στην ηρεμία του ελληνικού γαλάζιου ο ποιητής Γιώργος Χ. Θεοχάρης γράφει ποιήματα καρδιάς και βιώματα της ζωής του με γλαφυρό και συνάμα καθάριο λόγο.

Μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο:

ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Ω! Το υπέροχο Ω-μέγα των γοφών σου!

πόσα μάτια αναλφάβητα
πάνω του έχουνε σπουδάσει!


ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΤΩΧΟΝ ΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑ (1990)
Ταξίδεψε με -

Ταξίδεψε με. Πάρε με.
Ρίξε με στο πελώριο κύμα
της ορμής σου.

Ανύψωσέ με.

Βγάλε με στον αφρό των επιθυμιών.

Ναυάγισέ με στο πέλαγο των ματιών σου
εκεί που λαμπυρίζουν όλα τα όνειρα μαζί.

Άσε με να περιπλανιέμαι
ευτυχισμένος ναυαγός
στην απεραντωσύνη των ματιών σου,
να κολυμπώ και να μη βρίσκω ορίζοντα
άλλον,
πέρα απ' τ' απαλά σου βλέφαρα.

- Εχτές το βράδυ -

Εχτές το βράδυ
στέναζα πάλι σαν φεγγάρι
στο παράθυρό σου.

Σ' αφουγκραζόμουνα
μαντεύοντας τ' άσπρα σου όνειρα.

Ύστερα προσπαθώντας
να περάσω στο δωμάτιο απ' τις γρίλιες
κόπηκα σαν φεγγάρι
σε φέτες καλοκαιρινού φρούτου
και κύλησα ηδονικός χυμός
στο σώμα σου.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΜΕΙΨΙΣΠΟΡΑ

ΑΠΕΣΒΕΤΟ ΓΑΡ

Στον Γιώργη Παυλόπουλο

Κάθε βράδυ, μετά τά μεσάνυχτα,
ο φύλακας του μουσείου
προσποιείται τον αποκοιμισμένο.
Τότε ο Ηνίοχος ξεπορτίζει προσεκτικά
και ψάχνει ξέφρενος
τα άλογά του στις Φαιδριάδες.

Γυρίζει άπραγος και κατάκοπος τα χαράματα.
Ανεβαίνει στο βάθρο του.
Παίρνει την ενδεδειγμένη στάση για τους τουρίστες
και παρατηρεί τον νυχτοφύλακα
να προσποιείται ότι ξυπνά.

Ασάλευτοι κι οι δυο
ακούνε τα χλιμιντρίσματα της ουτοπίας.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΝΘΥΜΙΟΝ  (2004)
ΜΑΖΕΥΑΜΕ ΠΙΚΡΟ ΚΑΡΠΟ


Μαζεύαμε πικρό καρπό στην πλακολιθιά. Δεν κατάφερνε να φέρει βόλτα το δέντρο με τον καταρράχτη στα μάτια του. Μ’ ορμήνευε, όπως συνήθιζε: «Γιώργη, μην ξακρίζεις, είναι βρεμένα τα σταυρώματα· θα σκοτωθείς! Σιγά τη βέργα· άμα την κομματιάσεις θα πάει η μέρα μας χαημένη». Η μάνα τόνε μάλωνε: «Άσ’ τον μωρέ! Πάτησε τα σαράντα!»

Α ρε πατέρα, ήθελα να σε βάλω πιο νέο στο ποίημα. Μαθητή της βυζαντινής μουσικής στην Κατοχή, να πληρώνεις τα δίδακτρα σε ρεβίθια. Με το βέβαιο βήμα σε Παρνασσό και σε Πάρνηθα και με το δάκρυ στη Βάρκιζα. Με την απελπισία στη Μουργκάνα και στους Φιλιάτες αργότερα. Στον πευκώνα του Άι-Χαράλαμπου το ’51 να με κρατάς αγκαλιά, να μου φτιάχνεις βαρκάκια με τις φλούδες του πεύκου. Με την κιθάρα στης Δεσφίνας τα πανηγύρια και με τα τεριρέμ στο δεξιό ψαλτήρι. Με το σφυρί στο δρόμο των Δελφών να κάνεις την πέτρα χαλίκι - ποινή στης ζωής σου το κάτεργο. Πίσω απ’ το μονόγενο στ’ όργωμα. με την αγάνα στο λάρυγγα στ΄ αλώνισμα. Επιστρέφοντας από νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο. Στέλνοντάς μου το καλάθι μ’ ένα καρβέλι ψωμί και δυο αλλαξιές στα πρακτορεία της πλατείας Καραϊσκάκη το ’70.

Ήθελα να σε βάλω πιο νέο, πατέρα, στο ποίημα, μα τούτο το βάσανο της γραφής με βρήκε κι εμένα μεγάλο.
Λέω να πηδήσω απ’ την ελιά και να σε μάθω να καπνίζεις. Να γείρουμε αντάμα στο προσήλιο να φουμάρουμε από ‘να άφιλτρο να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Κι άσε να λέει η μάνα πως μεγάλωσα –ξέρουν καλύτερα οι πατεράδες για τους γιους τους.

Έτσι κι αλλιώς θα γίνουμε μια μέρα συνομήλικοι.

MILLENNIUM

2000 μ. Χ.
Δύο χιλιάδες μωλωπισμένα χρόνια
από το δόρυ της κραυγής και της πολυλογίας το βέλος.
Δύο χιλιάδες χρόνια δύω
πίσω απ’ τ’ ανήλιαγα γκρεμνά της φλυαρίας

κι η Ποίηση
χειροβομβίδα σιωπής
στους αιώνες των αιώνων.

ΤΡΕΣΚΟ

Αν αρτυθείς ας είν’ αρνί
            κι αν κλέψεις να ‘ναι ασήμι
κι αν είναι ψέματα να πεις
            κάν’ το για την αγάπη
κι αν αδικήσεις μια φορά
            ας είσ’ ο αδικημένος
κι άμα χωθείς μεσ’ στη φωτιά
            και κάρβουνο δεν γίνεις
πλύνε τις διάφανες πληγές
            με το νερό της μνήμης.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ  (2010)

ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ

Τιμή στον μονάκριβο φίλο μου

Τον είδα νά ‘ρχεται απ’ το βάθος του δρόμου. Ψιλόβρεχε. Φορούσε ένα σταυροκούμπωτο παλτουδάκι ψαροκόκαλο, του οποίου ένα από τα τέσσερα μεγάλα κοκάλινα κουμπιά είχε χαλαρώσει και κρεμόταν απ’ την κλωστίτσα του. Χαμογελούσε μ’ εκείνο το μορφασμό που αποτελεί εισαγωγική εικόνα στο κλάμα, όταν τα νήπια μαντεύουν το πικρό παρελθόν του μέλλοντός τους.
«Καλημέρα Γιώργο», του είπα.
«Καλημέρα Γιωργούλη», μ’ αντιχαιρέτισε.
Προχώρησε στο χωματόδρομο. Μπήκε στο μαγικό κόσμο του κουρείου. Ο πατέρας του έβαζε ταλκ στον φρεσκοκουρεμένο πελάτη.
Κόλλησα το μούτρο για λίγο στο τζάμι του μαγαζιού. Ο Γιώργος πλησίασε και μου ψιθύρισε: «Όταν μεγαλώσουμε θα τα ιστορήσω όλα τούτα. Μην κάθεσαι στο κρύο, θα τα διαβάσεις τότε. Τρέξε κι’ εσύ ν’ αποταμιεύσεις μνήμες».

Σάββατο πρωί. Γενάρης του 1958. Στη Μεσσήνη ψιλόβρεχε σίγουρα. Στη Δεσφίνα μπορεί και να χιόνιζε.

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon