Ο Allen Ginsberg στην Πάτρα…
‘’Για να γνωρίσεις μια πόλη που δεν έχει μύθο πρέπει να κατασκευάσεις εσύ το μύθο’’ αναφέρει ο Βασίλης Λαδάς σχετικά με το βιβλίο του ‘’Η πόλη & ο μύθος’’ αναφερόμενος στην Πάτρα. Ο Βασίλης Λαδάς ξεδιπλώνει τις μνήμες του και μια βροχερή νύχτα το 1953, φανερώνονται μπροστά του τέσσερις κατάμαυρες μορφές με μακριές γενειάδες, κοιλαράδες που πίναν μπύρες στη στοά στη μπυραρία του Δρούβα, έχοντας ξεμείνει από λάθος τέσσερις μέρες στην Πάτρα περιμένοντας το Σατούρνια για να φύγουν από την Ελλάδα. Ένας από αυτούς ο Allen Ginsberg. Ένας από τους σημαντικότερους αμερικανούς συγγραφείς της beat γενιάς.
Κουβαλώντας αυτή την ανάμνηση στο σακίδιό του, ο Βασίλης Λαδάς βρίσκεται μετά από χρόνια στο Λονδίνο σε ένα υπόγειο βιβλιοπωλείο, αριστερό κάποιας τροτσκικής αποκλίσεως όπως αναφέρει, και πέφτει στα χέρια του ένα περιοδικό με τίτλο Ephimero. Έχει ζητηθεί από διάσημους πλέον συγγραφείς της γενιάς των beatnings να πουν ποιο μέρος από όσα είχαν ταξιδέψει τους άφησε τις χειρότερες εντυπώσεις. Αυτό το μέρος για τον Allen Ginsberg ήταν η Πάτρα. Ας δούμε λοιπόν τι έγραψε:
‘’Κάποιο άθλιο εξολοθρευτικό παιχνίδι παίζει το περιοδικό σας με τις μνήμες μας που κουρελιάστηκαν τόσα χρόνια. Πρώτα γυμνώσαμε την ψυχή μας στους ψυχαναλυτές μας ιστορώντας τους αδιάκοπους βιασμούς της παιδικής μας ηλικίας. Ύστερα διηγηθήκαμε τη φυγή μας μέσα στην ίδια μας τη χώρα και μετά ζητάτε να σας πούμε και για τα ιερά μας. Για τα ταξίδια μέσα στην ψυχή μας, που πάλι δεν μας λύτρωσε. Όλα αυτά τι ενδιαφέρουν τους αναγνώστες; Το ερώτημά σας μοιάζει με ερώτημα εφηβικού άλμπουμ: ‘’Τι είναι ο έρωτας; Τι είναι ευτυχία; Ποιος είναι για σας ο ωραιότερος άνδρας; ‘’ Για να τα αποφύγουν όλα αυτά , αποδεκατίστηκαν τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου και όσοι σωθήκαμε μεταφέρουμε λάδι για το λυχνάρι τους που καίει. Παίζω όμως το παιχνίδι σας κρύβοντας τα πραγματικά μου χαρτιά. Γιατί δεν θα σας πω καμία πρωτεύουσα του κόσμου και για τους πύργους που πέφτουν. Δεν θα σας πω τίποτα εγωιστικό αλλά για την αδιάφορη ψυχή μου σ’ένα νεκρό λιμάνι που βρέθηκα για να φύγω μακριά από όσα σπασμένα αγάλματα παρέμειναν όρθια στην Ελλάδα, μια χώρα που εγκλώβιζε τον πολιτισμό μια άλλης χώρας. Ήταν Φλεβάρης του 1953 και είχα τελειώσει το ταξίδι των μελλοντικών συγγραφέων στην Ακρόπολη και στους Δελφούς και δεν ήθελα τίποτα άλλο παρά να φύγω από τα πρότυπα της αρχιτεκτονικής του Λευκού Οίκου και τη φιλοσοφία των προεκλογικών λόγων των πρόεδρων μας. Η φυγή μου ήθελα να είναι ακράτητη. Όμως από λάθος υπολογισμό περίμενα καράβι σε μια πόλη που δεν έφταιγε για να τη μισήσω. Το ιταλικό της όνομα ήταν Patrasso, όμως οι ίδιοι οι έλληνες τη φώναζαν Πάτραι. Ευτυχώς είχα τη γνωστή παρέα και βρήκα φτηνή και καλή μπύρα. Κανένα άλλο φάρμακο. Έβρεχε συνέχεια και καθόμαστε κάτω από στοά που έμοιαζε ιταλική. Όμως παρότι έβρεχε, η πόλη δεν είχε δέντρα και τα πρόσωπα δεν βλάσταιναν. Ήταν σιωπηλά και περίεργα, έτοιμα για υπολογισμούς και αθροίσεις. Μισάνοιγαν ένα ειρωνικό χαμόγελο όταν μας κοίταζαν επίμονα, γιατί δεν είμαστε δικοί τους. Δεν θα κάναμε ούτε οικογένειες, ούτε παιδιά, ούτε σπασμένα αγάλματα. Δεν τους ενδιέφερε όπως ζούσαμε, αφού δεν είμαστε συμπολίτες τους. Είμαστε ένα είδος θεάτρου. Ανήκαμε στους Τιτάνες που τους είχαν νικήσει οι Ολύμπιοι Θεοί, που πατρονάρησαν τον μετέπειτα πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας και όλης της Δύσης. Η Ελλάδα είχε εμφύλιο πριν και οι κομμουνιστές είχαν χάσει. Οι κομμουνιστές ήσαν σταλινικοί κι αν επικρατούσαν θα δολοφονούσαν τους τροτσκιστές. Θα δολοφονούσαν τη μάνα μου τη Naomi. Έτσι δεν ήμουν ούτε με τους νικητές ούτε με τους ηττημένους. Η πόλη το έδειχνε φανερά πως ήταν με τους νικητές και η εμφάνιση της παρέας μας έμοιαζε με νικημένους που μέθαγαν για να ξεχάσουν την ήττα. Είτε είμαστε Τιτάνες, είτε κομμουνιστές, όσο είμαστε μεθυσμένοι, δεν ενοχλούσαμε. Τίποτα δε σάλευε στην πόλη, μόνο τα μάτια των μικρών παιδιών, όπως παντού. Ένα φτωχό καρναβάλι είχε σαν μοναδικό μεταμφιεσμένο έναν πιερότο που είχε κολλήσει παλιά αμερικανικά δολάρια σαν πούπουλα, στη στολή του. Η έλλειψη ζωής θα αναπληρωνόταν κάθε βράδυ με τη μανιασμένη περιέργεια για τη ζωή των άλλων και το μίσος για αυτούς που ευτυχούν. Πως χάνουν οι άνθρωποι τον Άγγελο που έχουν μέσα τους; Όταν ήρθε καθυστερημένα το καράβι, έφυγα οριστικά από την αρχαία και τη νέα Ελλάδα. Ας το πάρετε έτσι λοιπόν και ας θεωρήσετε αυτή την πόλη, την Πάτρα , ως το ασχημότερο μέρος που είδα, όχι γιατί έτσι ήταν αλλά γιατί έτσι ένιωσα. Ήταν ένα άσχημο σκηνικό για τα αισθήματά μου. Αν ήξερα ότι θα αργούσε το καράβι, θα έμενα σους Δελφούς, όπου τουλάχιστον θα μπορούσε η Πυθία να βρει την καλή της ανατολική σοφία. Φλεβάρης ήταν και τα πέλματά της θα τα γαργαλούσαν ήδη τα φίδια της Άνοιξης.’’
Τι ζητάει τελικά κανείς από μια πόλη? Μετά από σχεδόν 60 χρόνια τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και τόσο. Τα πρόσωπα παραμένουν μαραμένα, οι άνθρωποι παραδομένοι σε μια εσωστρέφεια, κυνηγώντας αυταπάτες και βλέποντας καλύτερα τις ζωές τους μέσα από τις ζωές των άλλων. Ας ελπίσουμε πως δεν έχουν χαθεί όλοι οι Άγγελοι, πως δεν φοβόμαστε την ευθύνη απέναντι στις ζωές μας και στην πόλη που κυλούν οι μέρες μας. Δεν ξέρουμε αν μια από αυτές τις κατάμαυρες μορφές που είδε ο Βασίλης Λαδάς ήταν όντως ο Allen Ginsberg. Αλλά τι σημασία έχει? Είτε είμαστε περαστικοί από μια πόλη, είτε ξεμείναμε για χρόνια περιμένοντας κάποιο Σατούρνια να μας πάρει από εδώ, σημασία έχει να δημιουργούμε μύθους.
- Συνδεθείτε για να υποβάλετε σχόλια
Διαβάστε Επίσης
- Myxa Café Berlin - a must visit spot alert
- ÜBerlin - Φωτογραφίζοντας το πιο ιδιαίτερο (ίσως) αστικό τοπίο της Ευρώπης
- Δύο φωτογραφικοί φακοί σ’ ένα αφιέρωμα στην ήρεμη και παραμυθένια Ζυρίχη
- Κρήτη: Ένα νησί σκέτη λιχουδιά, του Ανδρέα Καλλιβωκά
- Δύο φωτογραφικοί φακοί σ’ ένα αφιέρωμα στην μαγική Βουδαπέστη