Gina Lollobrigida: Η Ωραία των Ωραίων

Μήνυμα σφάλματος

  • Notice: Undefined index: taxonomy_term στην similarterms_taxonomy_node_get_terms() (γραμμή 518 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 0 στην similarterms_list() (γραμμή 221 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).
  • Notice: Undefined offset: 1 στην similarterms_list() (γραμμή 222 του /home/vasileio/www/ganymede/sites/presspop.gr/modules/similarterms/similarterms.module).

Όλοι γεννηθήκαμε για να πεθάνουμε – τη διαφορά την κάνει η ένταση με την οποία επιλέγουμε να ζήσουμε… 

Της Εύης Γκοτσοπούλου

Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ έλεγε ότι μπροστά της η Μέριλιν Μονρόε έμοιαζε με τη Σίρλεϊ Τέμπλ. Σχόλιο που ταιριάζει γάντι στο δεύτερο «κακό κορίτσι» του αφιερώματός μας, η οποία στις 4 Ιουλίου φέτος το καλοκαίρι έκλεισε τα ογδόντα έξι και ακόμα παραμένει όμορφη και λαμπερή, δικαιώνοντας τον τίτλο της ωραιότερης γυναίκας του κόσμου που την ακολουθεί ως σήμερα. Η Λουιτζίνα Λολομπρίτζιντα, η Λολό των Ιταλών οι οποίοι έδωσαν το όνομά της μέχρι και σε λαχανικό που μοιάζει με την κατσαρή κόμη της, τη γνωστή σε όλους μας «λόλα», γεννήθηκε το 1927 στο Σουμπιάκο, σε μια μικροαστική οικογένεια. Από πολύ νωρίς αποφάσισε ότι θέλει να ασχοληθεί με τα εικαστικά και ξεκίνησε να σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης, δουλεύοντας παράλληλα ως μοντέλο και ως ηθοποιός για να πληρώσει τις σπουδές της. Η ίδια λέει ότι έγινε ηθοποιός κατά λάθος: «Μας σταματούσαν οι σκηνοθέτες στο δρόμο με τη Σιλβάνα Μαγκάνο και μας ζητούσαν να παίξουμε ως κομπάρσες για χίλιες λιρέτες.»

Ξεκίνησε να παίζει το 1945 σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών και το 1947 πήρε μέρος στα καλλιστεία καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση! Η παγκόσμια αναγνώριση ήρθε το 1953 με το ρόλο της Μαριέλα στην ταινία του Λουίτζι Κομεντσίνι «Ψωμί, Έρωτας και Φαντασία» όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Βιτόριο ντε Σίκα, τον θετό πατέρα της στο σινεμά όπως τον αποκαλούσε. Η ταινία αυτή την έκανε σταρ, κυριολεκτικά σε μία νύχτα, στρέφοντας τα βλέμματα όλου του κόσμου πάνω στην εκρηκτική Ιταλίδα και χωρίζοντας τους Ιταλούς σε δύο στρατόπεδα: τους οπαδούς της Λολό και τους οπαδούς της Σοφίας. Λέει πως η αντιπαλότητα αυτή δεν ήταν παρά διαφημιστικό τέχνασμα και ότι με τη Σοφία Λόρεν διατηρούν ακόμα πολύ καλές σχέσεις.

Πρωταγωνίστησε σε σημαντικές ευρωπαϊκές και αμερικάνικες ταινίες όπως «Fanfan la Tulipe», «Woman of Rome», «Mare Matto», «The World’s Most Beautiful Woman,  «Trapeze», «The Hunchback of Notre Dame», «Solomon and Sheba», «Beat the Devil», «Hotel Paradiso» και πολλές ακόμα υπογεγραμμένες από σημαντικούς σκηνοθέτες, δίπλα σε μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου. Η ίδια όμως τονίζει πως δεν έκανε την καριέρα που θα ήθελε, παίζοντας σε ταινίες-σταθμούς του σινεμά, και αυτό το αποδίδει στο ότι δεν είχε την καθοδήγηση που απολάμβανε η Σοφία Λόρεν από τον Κάρλο Πόντι και η Σιλβάνα Μαγκάνο από τον Ντίνο ντε Λαουρέντις, καθώς και στον ατίθασο και ασυμβίβαστο χαρακτήρα της. Επιπλέον, κατηγορεί τον πρώτο και μοναδικό σύζυγό της, τον Σλοβένο γιατρό Μίλκο Σκόφικ –ο οποίος χρημάτισε και ατζέντης της– ότι της έβαλε πολλά εμπόδια στην καριέρα της. Δεν της είπε ποτέ, για παράδειγμα, ότι την είχε ζητήσει ο Φελίνι για την «Ντόλτσε Βίτα» και ο Μπουνιουέλ για τη «Βιριδιάνα». Παρ’ όλα αυτά, τιμήθηκε με πολλά κινηματογραφικά βραβεία και με τη Χρυσή Σφαίρα το 1961 ως η πιο αγαπημένη ηθοποιός του σινεμά.

Εγκατέλειψε ουσιαστικά την ηθοποιία το 1970, σε ηλικία μόλις 48 ετών και από τότε έως και τη δεκαετία του ’90 έκανε κάποια περάσματα από ελάχιστες ταινίες και σίριαλ. Δεν επαναπαύτηκε όμως στις δάφνες της. Ξεκίνησε δεύτερη καριέρα ως φωτορεπόρτερ, μια τρίτη ως μάνατζερ και μια τέταρτη ως γλύπτρια, επιστρέφοντας εκεί από όπου ξεκίνησε και δουλεύοντας ακατάπαυστα μέχρι σήμερα, όντας απόλυτα επιτυχημένη και αναγνωρισμένη σε όλες. Στο φωτογραφικό της λεύκωμα Italia Mia, το οποίο εκδόθηκε το 1973 και προλόγισε ο μεγάλος Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος Αλμπέρτο Μοράβια, βλέπει κανείς ένα δείγμα της δουλειάς της που αποδεικνύει ότι η αναγνώρισή της και σε αυτό το χώρο δεν είναι χαριστική. Η ίδια το περιγράφει ως εξής: «Το αγαπημένο μου ταξίδι είναι αυτό που διηγήθηκα στο φωτογραφικό μου λεύκωμα. Καλύπτει είκοσι πέντε χώρες τις οποίες περιέγραψα με εικόνες που άφησαν το αποτύπωμά τους στην καρδιά μου.»

Φωτογραφίες από το φωτογραφικό λεύκωμα Italia Mia

Το εξώφυλλο του φωτογραφικού λευκώματος Italia Mia

Μεγάλη αναταραχή προκάλεσε στον δημοσιογραφικό κόσμο, και όχι μόνο, η συνέντευξη που πήρε από τον Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα για το ιστορικό ντοκιμαντέρ «Το πορτρέτο του Φιντέλ» που χρηματοδότησε και σκηνοθέτησε η ίδια  το 1974, όταν καταξιωμένοι δημοσιογράφοι δεν κατάφερναν να τον συναντήσουν. Το χρονικό αυτής της συνάντησης ξεκινάει από τη Μόσχα όπου η Λολομπρίτζιντα είχε πάει για να φωτογραφίσει τον ποιητή Γιεβγκιένι Γιεφτουσένκο. Εκεί γράφει ένα γράμμα στον Κάστρο και το παραδίδει στην Κουβανέζικη πρεσβεία. Της απάντησε λέγοντάς της ότι την περιμένει σε τέσσερις ημέρες. «Πήρα μαζί μου οχτώ κάμερες, διακόσια ρολό φιλμ, δέκα ζευγάρια καινούργια μπλου τζιν, έναν τεχνικό ήχου, έναν καμέραμαν και μια Αμερικάνα φίλη.» Διηγείται ότι την ξενάγησε στην Κούβα για δώδεκα μέρες και της έδωσε την εντύπωση ενός «πολύ χαρισματικού, ωστόσο ευάλωτου και συνεσταλμένου ανθρώπου».

Με τον Φιντέλ Κάστρο

Παράλληλα, υπήρξε για σειρά ετών στέλεχος μεγάλων εταιριών καλλυντικών, ενώ ταυτόχρονα ασχολιόταν και με τη γλυπτική. Έχει πραγματοποιήσει διάφορες εκθέσεις σε όλο τον κόσμο και έργα της βρίσκονται σε μουσεία και εξωτερικούς χώρους σε διάφορες πόλεις. Τα γλυπτά της είναι κυρίως εμπνευσμένα από τους ρόλους της, αποκαλύπτοντας τη ναρκισσιστική πλευρά της. Για την προσφορά της στην Τέχνη έχει τιμηθεί από τον Ζακ Λανγκ το 1985 με τα διάσημα της Ταξιάρχη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων και το 1992 με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής από τον Μιτεράν. Επιπλέον, είναι Πρέσβειρα Καλής Θέλησης του ΟΗΕ για την Τροφή και τη Γεωργία.

Πολυτάραχη, όπως καταλαβαίνετε, η προσωπική ζωή της, ωστόσο παντρεύτηκε μια φορά, το 1947, τον Σκόφικ με τον οποίο απέκτησε ένα γιο. Χώρισε το 1971. Το 2006, σε ηλικία εβδομήντα εννέα ετών, ανακοίνωσε ότι θα παντρευτεί τον σαρανταπεντάχρονο Ισπανό επιχειρηματία Χαβιέ Ραφόλς, με τον οποίο ήταν μαζί από το 1984. «Πάντα μου άρεσαν οι νεότεροι άντρες επειδή είναι γενναιόδωροι και δεν έχουν κόμπλεξ», δήλωσε κάποτε. Σε τρεις μήνες όμως διέλυσε τον αρραβώνα λέγοντας ότι όταν το αποφάσισε δεν ήταν ο εαυτός της. Το 2013 έκανε μήνυση στον Ραφόλς αποκαλύπτοντας έξαλλη μια πολύ περίεργη ιστορία. Ισχυρίζεται ότι ο Ραφόλς την ξεγέλασε και την έβαλε να υπογράψει έγγραφο με το οποίο εμφανίζεται παντρεμένη μαζί του, με στόχο την περιουσία της. Η συνέχεια στο δικαστήριο… Ένας από τους συντρόφους της υπήρξε και ο διάσημος καρδιοχειρουργός Κρίστιαν Μπάρναρντ.

«Δεν μου αρέσουν τα κοσμήματα», απάντησε κάποτε η Ιταλίδα σειρήνα στο μεγιστάνα της κινηματογραφικής βιομηχανίας Χάουαρντ Χιουζ, ο οποίος την παρακαλούσε «Τουλάχιστον, δέξου τα κοσμήματα!». Την πολιορκούσε το ’50, υποσχόμενος μεγάλη διεθνή καριέρα αν η Λολό πήγαινε μαζί του στην Αμερική, κάτι που δεν συνέβη ποτέ. «Όσα κοσμήματα έχω, τα αγόρασα μόνη μου», δηλώνει η μεγάλη ντίβα η οποία μέχρι πρότινος συγκαταλεγόταν μεταξύ των μεγαλύτερων συλλεκτών κοσμημάτων Bulgari στον κόσμο. «Δεν πήρα ποτέ δώρα ως παιδί. Μεγάλωσα δύσκολα και ξέρω τι σημαίνει να πεινάς.» Έτσι, όταν απέκτησε χρήματα από τον κινηματογράφο, άρχισε αμεταμέλητα να κάνει δώρο στον εαυτό της μυθικής αξίας κοσμήματα, κυρίως Bulgari, τα οποία χρησιμοποίησε και σε ταινίες. Στις 14 Μαΐου του 2013 δημοπρατήθηκε παρουσία της σημαντικό μέρος της συλλογής αυτής από τον οίκο Σόθεμπις της Γενεύης και τα έσοδα –περίπου πέντε εκατομμύρια δολάρια– τα διέθεσε στην έρευνα των βλαστοκυττάρων για τη θεραπεία ασθενειών των παιδιών, συγκεντρώνοντας ακόμα μια φορά τα φώτα της δημοσιότητας πάνω της. Όσο για τον Χιουζ, λέει ότι τον απέρριψε κυρίως επειδή ήταν «υπερβολικά πλούσιος» και δεν της άρεσε αυτή η δυσαναλογία μεταξύ τους.

Με κοσμήματα ή χωρίς πάντως, η ογδονταεξάχρονη σταρ αποδεικνύει ότι τα «διαμάντια –σαν αυτή– είναι παντοτινά» επειδή η λάμψη τους δεν προέρχεται από την εξωτερική ομορφιά που φθείρει ο χρόνος, αλλά από το ανεξίτηλο σημάδι που αφήνει η ισχυρή προσωπικότητά τους στο πέρασμά τους από αυτόν τον κόσμο. Πέρα από το φυσικό της κάλος και την καλλιτεχνική της πορεία η Λολό αποτελεί την ενσάρκωση της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας. Είναι αξιοθαύμαστη ακριβώς επειδή υπήρξε θεϊκά όμορφη γυναίκα, αλλά δεν βολεύτηκε και δεν συμβιβάστηκε με την εικόνα που είχαν ή ήθελαν να δημιουργήσουν οι άλλοι γι’ αυτήν, σε μια σκληρή εποχή που δεν άφηνε τέτοια περιθώρια στις γυναίκες. Η κληρονομιά της είναι κυρίως το ότι δεν φοβήθηκε να τολμήσει και να ζήσει με βάση το δικό της κώδικα. Με δικά της λόγια: «Δεν φοβάμαι κάτι ιδιαίτερα. Πρέπει να ζούμε τη ζωή χωρίς περιορισμούς και ο φόβος αποτελεί έναν από αυτούς.»

[email protected]

Με τον Σαλβαντόρ Νταλί

Γλυπτό της Λολομπρίτζιντα

Με τον Μάικλ Τζάκσον και τον Βαλεντίνο

Η Λολομπρίτζιντα μιλά για στιγμιότυπα της ζωής της που είναι συνδεδεμένα με τα προσφάτως δημοπρατημένα κοσμήματά της

 

Ο χορός της Εσμεράλδας στην «Παναγία των Παρισίων»

 

Φόρος τιμής στη Λολό

 

Τραγουδάει «Τόσκα», 1982

 

Διάφορα βίντεο από την ταινία «Η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου» (1955). Όλα τα τραγούδια της ταινίας τα τραγουδάει η ίδια.

 

Αποκαλύπτει το γλυπτό της «Η βασίλισσα του Σαββά»

 

Στιγμιότυπα από ταινίες της

Twitter icon
Facebook icon
Google icon
StumbleUpon icon